Μια νέα θεωρία που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Nature Geoscience προσφέρει μια πιθανή εξήγηση για την ύπαρξη του Χάροντα, του δορυφόρου του Πλούτωνα, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο έντονης επιστημονικής έρευνας λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Ο Χάροντας ανακαλύφθηκε το 1978 από τον αστρονόμο Τζέιμς Κρίστι του Ναυτικού Παρατηρητηρίου των ΗΠΑ και είναι ο μεγαλύτερος δορυφόρος του Πλούτωνα. Το όνομά του προέρχεται από τον Χάροντα, τον πορθμέα του Άδη, ο οποίος μετέφερε τους ψυχές των αποθανόντων μέσω του ποταμού Αχέροντα.
Η απόσταση μεταξύ Χάροντα και Πλούτωνα είναι περίπου 19.640 χλμ., σε σύγκριση με τα 384.400 χλμ. που χωρίζουν τη Γη από τη Σελήνη. Ωστόσο, ο Χάροντας έχει χαρακτηριστικά που τον καθιστούν εξαιρετικά μοναδικό. Ενώ θεωρείται δορυφόρος, η αναλογία μεγέθους και μάζας του Χάροντα προς τον Πλούτωνα είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστη, καθώς ο Χάροντας έχει σχεδόν το μισό μέγεθος του Πλούτωνα και το 11,6% της μάζας του. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο Χάροντας και ο Πλούτωνας δεν περιφέρονται γύρω από τον ένα ή τον άλλο, αλλά και οι δύο κινούνται γύρω από το κοινό τους κέντρο μάζας, γεγονός που οδηγεί ορισμένους αστρονόμους να θεωρούν ότι ίσως πρόκειται για έναν διπλό πλανήτη ή ακόμα και για ένα σώμα που θα έπρεπε να θεωρείται ανεξάρτητος πλανήτης-νάνος.
Η κυριότερη θεωρία για τη δημιουργία του Χάροντα είναι ότι σχηματίστηκε παρόμοια με τη Σελήνη της Γης: μια μεγάλη σύγκρουση ενός διαστημικού σώματος με τον Πλούτωνα προκάλεσε την εκτίναξη συντριμμιών που μπήκαν σε τροχιά γύρω από τον Πλούτωνα και συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν το φεγγάρι του.
Ωστόσο, η νέα μελέτη από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Αριζόνα προτείνει μια διαφορετική εκδοχή. Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο Χάροντας δεν σχηματίστηκε αμέσως από συντρίμμια μιας σύγκρουσης, αλλά υπήρξε ήδη ως διαστημικό σώμα στο μέγεθος που γνωρίζουμε σήμερα. Στη συνέχεια, οι βαρυτικές αλληλεπιδράσεις του Χάροντα με τον Πλούτωνα τον «έφεραν κοντά» στον πλανήτη, και μετά από μια σειρά αλληλεπιδράσεων τα δύο σώματα απομακρύνθηκαν, ανταλλάσσοντας υλικά και οδηγώντας στο σημερινό μέγεθος και σχήμα του Χάροντα.
Η προσομοίωση που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές, σύμφωνα με τα λόγια τους, ήταν σημαντικά πιο αξιόπιστη από τις προηγούμενες, διότι έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες του Πλούτωνα και του Χάροντα, αντί για γενικά μοντέλα που αφορούσαν μεγάλα πλανητικά ή γαλαξιακά σώματα. Αυτό τους επέτρεψε να προσφέρουν μια πιο ακριβή εκδοχή για την προέλευση του Χάροντα.
Οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να εξετάσουν αν και τα άλλα φεγγάρια του Πλούτωνα, όπως η Νύχτα, ο Κέρβερος, η Υδρα και η Στύγα, προήλθαν επίσης από τα συντρίμμια που εκτινάχθηκαν από μια σύγκρουση. Επιπλέον, είναι ανοιχτό το ερώτημα αν το ίδιο γεγονός μπορεί να έχει επηρεάσει τη γεωλογική εξέλιξη του Πλούτωνα και του Χάροντα, συμπεριλαμβανομένων των υπόγειων ωκεανών που πιστεύεται ότι διαθέτουν.