Δύο ελληνικές πόλεις, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, συγκαταλέγονται ανάμεσα στις 20 πιο επικίνδυνες πόλεις της Ευρώπης, σύμφωνα με τον δείκτη εγκληματικότητας της διεθνούς πλατφόρμας Numbeo για το 2025.
Η Αθήνα βρίσκεται στη 16η θέση με δείκτη 55,3, ενώ η Θεσσαλονίκη κατατάσσεται 23η με δείκτη 52,5, σε μια λίστα που αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις των πολιτών για την ασφάλεια και όχι τα επίσημα στατιστικά εγκληματικότητας.
Η Numbeo, μια από τις μεγαλύτερες πλατφόρμες συλλογής δεδομένων που βασίζονται σε αξιολογήσεις χρηστών, χρησιμοποιεί κλίμακα από 0 έως 100 για να αποτυπώσει το πώς αισθάνονται οι κάτοικοι σχετικά με το έγκλημα στις πόλεις τους.
Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται το Μπράντφορντ του Ηνωμένου Βασιλείου, με δείκτη 67,1, ακολουθούμενο από το Κόβεντρι, το Μπέρμιγχαμ και το Λονδίνο.
Η Γαλλία εμφανίζεται ως η χώρα με τις περισσότερες «επικίνδυνες» πόλεις στη λίστα, καθώς επτά από τις δέκα πρώτες θέσεις καταλαμβάνονται από πόλεις όπως η Μασσαλία, το Μονπελιέ, η Γκρενόμπλ, η Νάντη, το Παρίσι, η Λυών και η Νίκαια.
Η Μασσαλία εξακολουθεί να συνδέεται με το οργανωμένο έγκλημα, ενώ στο Παρίσι οι κάτοικοι αναφέρουν αυξημένα περιστατικά μικροεγκληματικότητας, ιδιαίτερα στις τουριστικές περιοχές.

Πώς διαβάζεται ο δείκτης
Η πλατφόρμα ορίζει πέντε επίπεδα εγκληματικότητας:
-
Πολύ χαμηλή: 0-20
-
Χαμηλή: 20,1-40
-
Μέτρια: 40,1-60
-
Υψηλή: 60,1-80
-
Πολύ υψηλή: 80 και άνω
Σύμφωνα με αυτή την κατάταξη, Αθήνα και Θεσσαλονίκη κινούνται στο μεσαίο επίπεδο εγκληματικότητας, καταγράφοντας ωστόσο υψηλότερους δείκτες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως η Ρώμη ή η Μαδρίτη.
Παράγοντες όπως η αστική πυκνότητα, οι κοινωνικές ανισότητες, αλλά και η έλλειψη αστυνόμευσης σε ορισμένες περιοχές φαίνεται να συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας ανασφάλειας.
Δείτε την λίστα με τις 30 πιο επικίνδυνες πόλεις της Ευρώπης:


Αναλύσεις ειδικών
Παρά το γεγονός ότι ο δείκτης της Numbeo δεν βασίζεται σε αστυνομικά ή δικαστικά στοιχεία, ειδικοί στην ασφάλεια και την κοινωνιολογία σημειώνουν ότι αποτυπώνει μια πραγματική τάση ανησυχίας των πολιτών, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας.
Σύμφωνα με στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, οι δείκτες αφορούν κυρίως μικροεγκληματικότητα, όπως κλοπές, διαρρήξεις, επιθέσεις και βανδαλισμούς, που επηρεάζουν έντονα το αίσθημα ασφάλειας, χωρίς πάντα να αντανακλούν αύξηση σοβαρών εγκλημάτων.
Παράλληλα, η εντατικοποίηση των περιπολιών, η χρήση καμερών ασφαλείας και η αναβάθμιση του φωτισμού σε περιοχές με αυξημένη εγκληματικότητα έχουν αρχίσει να αποδίδουν αποτελέσματα, με τις Αρχές να καταγράφουν μείωση συμβάντων σε ορισμένα σημεία του κέντρου της Αθήνας.
Από την πλευρά τους, κοινωνικοί επιστήμονες επισημαίνουν ότι η οικονομική πίεση, η ανεργία των νέων, αλλά και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς ενισχύουν την ανασφάλεια, ανεξάρτητα από την πραγματική εγκληματικότητα.
«Το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος την ασφάλεια δεν εξαρτάται μόνο από τα στατιστικά, αλλά και από την καθημερινή εμπειρία του στον δημόσιο χώρο», αναφέρει χαρακτηριστικά πανεπιστημιακός που μελετά το φαινόμενο.
Η ΕΛ.ΑΣ. επισημαίνει ότι το 2024 καταγράφηκε μείωση κατά περίπου 7% στις ληστείες και 5% στις διαρρήξεις, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, γεγονός που δείχνει ότι η αντίληψη του κινδύνου συχνά υπερβαίνει την αντικειμενική εγκληματικότητα.

