Ασφαλιστικό: Μετά το 2028 αναμένεται να ανοίξει εκ νέου ο διάλογος για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς οι δημογραφικές πιέσεις καθιστούν τη βιωσιμότητά του οριακή. Η γήρανση του πληθυσμού, η μείωση των γεννήσεων και η διαρκής υποχώρηση της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, που σύμφωνα με οικονομολόγους και ασφαλιστικούς αναλυτές, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αναθεώρηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Η συζήτηση αναμένεται να ξεκινήσει επίσημα το 2029, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, με στόχο οι αλλαγές να τεθούν σε εφαρμογή μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2030. Σύμφωνα με τα πρώτα σενάρια, προβλέπεται σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας ανά τετράμηνο, ενώ εξετάζεται και η δημιουργία ενός υπερταμείου «Αλληλεγγύης των Γενεών», όπου θα συγκεντρώνονται έσοδα από εναλλακτικές πηγές, όπως ο ενεργειακός τομέας, για την ενίσχυση των μελλοντικών συντάξεων.
Η υπογεννητικότητα αποτελεί τον βασικό πυλώνα της κρίσης. Κάθε χρόνο η Ελλάδα «χάνει» έναν μικρό δήμο, καθώς οι γεννήσεις μειώνονται συνεχώς. Το 2024 καταγράφηκαν 68.467 γεννήσεις, με πτώση 4,2% σε σχέση με το 2023, χρονιά που είχε ήδη σημειωθεί μείωση 6,1% έναντι του 2022. Η χώρα βρίσκεται σε τροχιά δημογραφικής καθίζησης, με το δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων – δηλαδή τη σχέση ενεργών εργαζομένων προς συνταξιούχους – να επιδεινώνεται διαρκώς. Σήμερα, αντιστοιχούν μόλις 1,66 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο, ενώ το ελάχιστο όριο βιωσιμότητας θεωρείται 1 προς 4. Μέχρι το 2040, η αναλογία αυτή αναμένεται να υποχωρήσει στο 1 προς 1,25.
Η αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις δημόσιες δαπάνες. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι το κόστος των συντάξεων θα ανέλθει από το 12,7% του ΑΕΠ σήμερα στο 14% του ΑΕΠ έως το 2050. Αντίστοιχες τάσεις παρατηρούνται σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων αυξήθηκε από 26,8% το 2004 στο 37% το 2024. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν πλέον λιγότεροι από τρεις εργαζόμενοι για κάθε άτομο άνω των 65 ετών.
Η Ελλάδα κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο γερασμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με την Ιταλία, τη Γερμανία και την Πορτογαλία. Η Ευρυτανία συγκαταλέγεται στις τρεις πιο «γηρασμένες» περιφέρειες της Ευρώπης, με το 71% του ενήλικου πληθυσμού να είναι ηλικιωμένοι, ενώ σε υψηλά ποσοστά βρίσκονται και η Ήπειρος (51,7%) και η Πελοπόννησος (48%). Αντίθετα, οι χώρες με τη μεγαλύτερη αναλογία νέων είναι η Ιρλανδία, η Γαλλία και η Σουηδία.
Μέχρι στιγμής, οι ηλικίες συνταξιοδότησης έχουν εξομοιωθεί στα 62 έτη για πλήρη σύνταξη (με 40 χρόνια ασφάλισης) και στα 67 για τη γενική περίπτωση. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή έχει προβλέψει ότι ως το 2027 δεν θα χρειαστούν αλλαγές, ωστόσο μετά το 2030 αρχίζει η λεγόμενη «έκρηξη συνταξιοδοτήσεων» της γενιάς των baby boomers, δηλαδή όσων εισήλθαν στην αγορά εργασίας τη δεκαετία του ’80.
Τα σενάρια που εξετάζονται προβλέπουν:
-
Σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας μετά το 2030, με βάση το προσδόκιμο ζωής. Εάν εφαρμοστεί το μοντέλο του ΟΟΣΑ, για κάθε χρόνο αύξησης του προσδόκιμου, θα αυξάνεται κατά ένα έτος και το όριο συνταξιοδότησης (αναλογία 1:1). Πιο ήπιες εκδοχές προβλέπουν αυξήσεις 8 ή 4 μηνών ανά έτος προσδόκιμου.
-
Πάγωμα των αλλαγών έως το 2030, λόγω της προσωρινής μείωσης του προσδόκιμου ζωής κατά την περίοδο της πανδημίας.
Ειδικοί τονίζουν ότι το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού. Αν δεν υπάρξει ισχυρή αύξηση της απασχόλησης και ενίσχυση της γεννητικότητας, το σύστημα θα συνεχίσει να εξαρτάται από κρατικές ενισχύσεις και εσωτερικό δανεισμό.
Οι επερχόμενες αλλαγές θα επηρεάσουν κυρίως τρεις κατηγορίες ασφαλισμένων:
– Όσους είναι σήμερα 50 έως 55 ετών και βρίσκονται κοντά στα 62, καθώς ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξήσεις στα όρια ηλικίας.
– Όσους είναι 35 έως 50 ετών, οι οποίοι αναμένεται να επωμιστούν 2 ή 3 διαδοχικές αυξήσεις.
– Τους νεότερους εργαζόμενους, που θα πρέπει να προγραμματίσουν συνταξιοδότηση μετά τα 64, ή ακόμα και κοντά στα 70 έτη αν δεν συμπληρώνουν 42 χρόνια ασφάλισης.
Αντίθετα, αμετάβλητα παραμένουν τα δικαιώματα για όσους έχουν ήδη θεμελιώσει σύνταξη, καθώς και για ειδικές κατηγορίες, όπως οι εργαζόμενοι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, οι ένστολοι και όσοι συνταξιοδοτούνται με βάση αναπηρικά ή οικογενειακά κριτήρια.

