13 Νοεμβρίου, 2025
Πολιτισμός

Art Athina στο Ζάππειο: Γιατί η τέχνη δείχνει να μικραίνει

- Οι ελίτ παίζουν μπάλα σχεδόν μόνες, συγχέοντας την τέχνη με το επιχειρείν, τη διαφήμιση και το κοσμικό φαίνεσθαι

Η Art Athina, που ξεκίνησε το 1993 και επέστρεψε φέτος στο Ζάππειο, παραμένει ο κορυφαίος εγχώριος θεσμός της αγοράς τέχνης. Αντικαθιστώντας επιτυχώς τον παλαιότερο κύκλο των Πανελληνίων Καλλιτεχνικών Εκθέσεων, λειτουργεί ως βιτρίνα των εικαστικών μας και ως ανεπίσημο θερμόμετρο της σύγχρονης παραγωγής. Το συμβολικό «ριζόρβερ» στον ιστορικό χώρο όπου προπολεμικά και μεταπολεμικά στήνονταν οι Πανελλήνιες, προσφέρεται για μια σύγκριση με το τότε, ώστε να εξαχθούν διδάγματα για το τώρα.

Ας μεταφερθούμε νοερά στο 1975, έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας: περίοδος ελπίδας, επιστροφής αυτοεξόριστων δημιουργών και έντονης καλλιτεχνικής ζύμωσης. Η τελευταία, ΙΓ’ Πανελλήνιος, οργανώνεται πλέον από το νεοσύστατο Υπουργείο Πολιτισμού (και όχι από το Παιδείας, όπως από το 1938). Επιστρέφουν ή δεσπόζουν ονόματα βαρύτητας: Βλάσης Κανιάρης, Νίκος Κεσσανλής, Γιάννης Τσαρούχης, Αλέξης Ακριθάκης, Μέμος Μακρής (με τη Ζιζή), Δημήτρης Περδικίδης. Παράλληλα, Έλληνες του εξωτερικού —Κουνέλλης, Σκλάβος, Μάριος Πράσινος, John Christoforou, Στάμος, Τάκις— διαπρέπουν διεθνώς. Στο εσωτερικό, η γενιά του ’30 (Γκίκας, Εγγονόπουλος, Ζογγολόπουλος, Σπύρος Βασιλείου, Διαμαντόπουλος, Βάσω Κατράκη, Α. Τάσσος, Χρήστος Καπράλος, Γιάννης Σπυρόπουλος, Απάρτης, Γιάννης Παππάς) εξακολουθεί να ακτινοβολεί.

Απέναντι και δίπλα τους, οι μοντερνιστές του ’60 —Μίμης Κοντός, Π. Ξαγοράρης, Μπία Ντάβου, Δανιήλ, Β. Σκυλλάκος, Γιάννης Μίχας, Όπυ Ζούνη, Κώστας Τσόκλης— σπρώχνουν τα όρια. Στο μεταίχμιο, ισχυρές ζωγραφικές φωνές ισορροπούν δημιουργικά: Δεκουλάκος, Κοκκινίδης, Χρίστος Καράς, Αλέκος Φασιανός, Δημήτρης Μυταράς, Κανακάκις, Γιώργος Μήλιος, Καραβούζης, Θεοφυλακτόπουλος, Γιώργος Ιωάννου, Σταύρος Ιωάννου, Κυριάκος Κατζουράκης, Παύλος Σάμιος, Μιχάλης Μακρουλάκης, Θανάσης Στεφόπουλος κ.ά.

Στην ΑΣΚΤ δεσπόζουν δάσκαλοι: Παντελής Πρεβελάκης, Νίκος Νικολάου, Γιάννης Μόραλης, Γιώργος Μαυροΐδης, Παναγιώτης Τέτσης, οι γλύπτες Γιώργος Νικολαΐδης και Δημήτρης Καλαμάρας. Σημείο-ορόσημο η Ρένα Παπασπύρου, πρώτη γυναίκα καθηγήτρια της Σχολής. Στη Θεσσαλονίκη, αργότερα, διδάσκουν οι Ιάσων Μολφέσης, Βαγγέλης Δημητρέας, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Γιώργος Γκολφίνος, Κυριάκος Κατζουράκης, ενώ αφυπηρετούν η Τέτα Μακρή, ο γλύπτης Φώτης, οι Γιάννης Φωκάς και Κυριάκος Μορταράκος, ο φωτογράφος Γιώργος Κατσάγγελος.

Δίπλα στους δημιουργούς, μια ισχυρή γενιά ιστορικών και κριτικών συγκροτεί τον λόγο γύρω από την τέχνη: Τώνης Σπητέρης, Άγγελος Προκοπίου, Ελένη Βακαλό, Γιώργος Μουρέλος, Έφη Φερεντίνου, Αλέξανδρος Ξύδης, Γιώργος Πετρής, Δημήτρης Παπαστάμος, Νίκος Αλεξίου, Κώστας Σταυρόπουλος, Μαρία Κοτζαμάνη, Χρύσανθος Χρήστου, Άγγελος Δεληβορριάς, Νίκος Ζίας — και οι νεότεροι, πρόωρα χαμένοι, Βεατρίκη Σπηλιάδη, Έφη Στρούζα, Χάρης Καμπουρίδης. Μάχιμοι μέχρι σήμερα: Στέλιος Λυδάκης, Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, Νίκος Χατζηνικολάου. Το οικοσύστημα συμπληρώνουν ιστορικές γκαλερί: Ζυγός (Φραντζής Φραντζεσκάκης), Ώρα (Ασαντούρ Μπαχαριάν), Νέες Μορφές (Τζούλια Δημακοπούλου — εμπνεύστρια της Art Athina), Αίθουσα Τέχνης Αθηνών (Μαριλένα Λιακοπούλου), Δεσμός (Μάνος Παυλίδης, Έπη Πρωτονοταρίου). Ο «Ζυγός» εκδίδει ομώνυμο περιοδικό, η «Ώρα» το ετήσιο «Χρονικό», ενώ στα ’80s ο Αντώνης Μπουλούντζας τολμά τα «Εικαστικά». Τότε, κάθε σοβαρή εφημερίδα διατηρεί στήλη τεχνοκριτικής.

Σήμερα, η εικόνα είναι διαφορετική. Η τέχνη εκτοπίζεται από την εκπαίδευση και τα ΜΜΕ (εκτός αν γίνει «είδηση» μέσω βανδαλισμού), ενώ η πολιτική αντιμετωπίζει τον πολιτισμό αποσπασματικά. Οι ισχυροί του πλούτου συχνά εργαλειοποιούν την τέχνη. Η αίσθηση μιας κοινότητας «πυροβολημένων» με τα εικαστικά επιμένει, αλλά συρρικνώνεται. Το ερώτημα προβάλλει επιτακτικό: ποια είναι σήμερα τα ανάλογα ονόματα που θα αναλάβουν την ευθύνη της εποχής τους; Γιατί λείπουν οι «μεγάλοι»; Η απάντηση μοιάζει διακλαδωμένη: λειψανδρία προσώπων, κατάρρευση συλλογικών οραμάτων, αποδόμηση «παρεών» που γεννούσαν έργο, καθήλωση της δημόσιας συζήτησης σε ρηχή αντιπαράθεση. Η κοινωνία, τοποθετώντας διαρκώς χαμηλότερα τον πήχη, παράγει μετριότητα· κι έτσι η τέχνη συχνά εκλαμβάνεται ως κοσμική υποχρέωση.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η φετινή Art Athina εμφανίζεται «μια από τα ίδια»: προβλέψιμη διάταξη, γνώριμες αίθουσες στα περσινά σημεία, μικρότερη κλίμακα και φτωχότερο αποτύπωμα, χωρίς επαρκείς παράλληλες δράσεις. Οι ξένες γκαλερί, λίγες και μάλλον άτονα επιλεγμένες — στοιχείο που αναδεικνύει τη διαρκή περιφερειακότητα. Η πολιτιστική κεντρική πολιτική μοιάζει στραμμένη αλλού, εγκλωβισμένη σε εμβληματικές υποθέσεις (όπως τα μάρμαρα), αφήνοντας ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία διεθνοποίησης του θεσμού.

Αντιστρόφως, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι καλοστημένοι εναλλακτικοί χώροι (design, έπιπλο, υβριδικά projects), υποδηλώνοντας ότι η δημιουργική ενέργεια βρίσκει συχνά διόδους εκτός του «επίσημου» κανόνα. Στο κυρίως σώμα, οι γκαλερί προβάλλουν έργα που γεφυρώνουν γενιές: Η Έρση τιμά Τσαρούχη και Βαγγέλη Δημητρέα· η Citronne παρουσιάζει Γιώργο Λάππα· η Art Tower τους βετεράνους Αριστείδη Πατσόγλου και Πασχάλη Αγγελίδη. Η Καλφαγιάν συστήνει ευφυώς τον Εδουάρδο Σακαγιάν δίπλα στον αξέχαστο Γιώργο Ιωάννου. Στον Σκουφά, έργα Μαντζαβίνου και Θανάση Μακρή δίνουν στίγμα· στην άλμα, ο Ολλανδός Pat Andrea συνομιλεί με Μιχάλη Μανουσάκη και Τάσο Μισούρα. Στον Σιαντή, ο Μανώλης Χάρος δίπλα στον Δημήτρη Αληθεινό και τον νεότερο Παναγιώτη Σιάγκρη. Στην Citronne, Γιάννης Μπουτέας, Γιάννης Αδαμάκος, Παντελής Χανδρής, Πάνος Χαραλάμπους (με ιστορικά έργα του ’80) συνομιλούν με τον Δημήτρη Αναστασίου — τρεις γενιές σε διάλογο. Η Breeder ξεχωρίζει με τη ζωγραφική του διεθνούς Γιάννη Βαρελά και τις κατασκευές της Μαργαρίτας Μυρογιάννη.

Η γκαλερί Αντωνοπούλου προβάλλει τον διαρκώς ανανεούμενο Αλέξανδρο Ψυχούλη και τη Λήδα Παπακωνσταντίνου· η Καψιώτη (Πειραιάς) τη Λίλα Παπούλα και την Αφροδίτη Σεζένια· η Ρεβέκκα Καμχή τον Αλέξανδρο Γεωργίου. Στην Μπαταγιάννη, ο Γιώργος Χαρβαλιάς (έργο ’80) και η Ελεάννα Μαρτίνου. Στην Έκφραση, Αντώνιος Παναγόπουλος (με το γνωστό του σθένος), Βάλυ Νομίδου, Μανούσος Μανουσάκης. Η Ζήνα Αθανασιάδου φιλοξενεί τον Ναυρίδη σε στροφή προς το τελάρο, η Ματαρόα τον «έντιμο ζωγραφικά» Γιάννη Αντωνόπουλο, η Λόλα Νικολάου τον ανανεωμένο Κωστή Δαμουλάκη. Ευχάριστη έκπληξη, σε «χωμένο» booth της πρωτοεμφανιζόμενης Cypher (Κυψέλη), οι δύο αφηρημένες συνθέσεις της νεαρής Ελένης Τωμαδάκη: χειρονομιακή ένταση και δραματικό αίσθημα, με μνείες σε Σταύρο Ιωάννου και Μάκη Θεοφυλακτόπουλο· χρώμα λαμπερό. Από την Κύπρο, η Marginalia για δεύτερη χρονιά πείθει με σοβαρή παρουσία.

Στο Αγκάθι, ξεχωρίζει η πολυκατασκευή του Φιλίππου Φωτιάδη· στην Artworx, χιούμορ και ευαισθησία του Κωνσταντίνου Πάτσιου. Εντυπωσιακός «Οιδίπους;» του Γιάννη Τζερμιά στο Κέντρο Τέχνης Μετς — έργο μουσειακού διαμετρήματος. Ελκυστικό το θεματικό περίπτερο της Έρσης (Τσαρούχης, Δημητρέας, Σπύρος Βερύκιος, Δημήτρης Παρλαμάς). Στο CAN–Ανδρουλιδάκη, μικρό αλλά εμβληματικό έργο του Μανόλη Μπιτσάκη και φωτογραφία θαλασσινού τοπίου που παραπέμπει στην πνευματική ατμόσφαιρα και τη σχηματοποίηση του Παρθένη. Η ιστορία παραμονεύει παντού· η αγνόησή της οδηγεί σε «δήθεν» έργα — στη σοβαροφάνεια χωρίς βάθος.

Στο θεσμικό σκέλος, ο κατάλογος της διοργάνωσης καταγράφει performances και συζητήσεις. Ωστόσο, η ορατότητά τους υπήρξε περιορισμένη. Ενδεικτικά, χάθηκε η δίωρη performance της Κατερίνας Ζαχαροπούλου. Στο πλαίσιο «Art Athina Art Tomorrow Talks» (TATOΪ Club), διεθνείς προσωπικότητες συζήτησαν για το μέλλον της τέχνης, με ελληνική εκπροσώπηση από τη Μαρέβα Γκραμπόφσκι–Μητσοτάκη και την Αφροδίτη Παναγιωτάκου (Ίδρυμα Ωνάση). Τη συζήτηση διηύθυνε η Farah Nayevi (New York Times). Απουσίαζαν, ωστόσο, διευθύντριες μουσείων σύγχρονης τέχνης και πινακοθηκών της χώρας, όπως και πρόσωπα της ακαδημαϊκής κοινότητας ή της καλλιτεχνικής επιτροπής του βραβείου νέου καλλιτέχνη. Η επιλογή συνθέτει εικόνα ελιτισμού και επικοινωνιακής υπεροψίας, ενώ υποτιμάται ο ειδικός, επιστημονικός λόγος που θα όφειλε να συνοδεύει τον θεσμό.

Το συμπέρασμα είναι σκληρό, αλλά αληθινό: η σύγχρονη τέχνη μας δεν εκπροσωπήθηκε, φέτος τουλάχιστον, όσο της αξίζει. Οι ελίτ παίζουν μπάλα σχεδόν μόνες, συγχέοντας την τέχνη με το επιχειρείν, τη διαφήμιση και το κοσμικό φαίνεσθαι· η ιστορία μένει στο περιθώριο, ενώ από αυτήν εξαρτάται διαχρονικά η συνέχεια και η ποιότητα της παραγωγής. Την τιμή των όπλων σώζουν όσοι δημιουργοί αντιστέκονται στο παρακμιακό κλίμα και δεν συμβιβάζονται με το «μέτριο», οι ιστορικοί και επιμελητές που κρατούν αποστάσεις από τη φαντασμαγορία του θεάματος, και οι γκαλερίστες που δεν «τσιμπούν» σε εύκολες επιλογές.

Η Art Athina, ως καθρέφτης της αγοράς και όχι του συνόλου της τέχνης, οφείλει —με τη στήριξη της πολιτείας— να επιδιώξει μεγαλύτερο διεθνή ορίζοντα, πιο τολμηρή επιμέλεια, ισχυρό πρόγραμμα παράλληλων δράσεων και ουσιαστική εμπλοκή του επιστημονικού δυναμικού της χώρας. Αλλιώς, ο κίνδυνος είναι να καταστεί μια επαναλαμβανόμενη έκθεση χωρίς αιχμή, την ώρα που η ελληνική τέχνη έχει ανάγκη από φρέσκο αέρα, γόνιμες αντιπαραθέσεις και ανοιχτές γέφυρες με την ιστορία της.

Και μια ευχή: να ζήσουμε σε μια κοινωνία που θα προστατεύει όχι τους τραπεζίτες ή τους εφοπλιστές, αλλά τους ποιητές και τους καλλιτέχνες. Γιατί χωρίς αυτούς, δεν υπάρχει ούτε μνήμη ούτε μέλλον.