Μετά την απώλεια της δικαστικής διαμάχης που είχε ξεσπάσει εις βάρος της από τους New York Times, εξαιτίας των αποκαλύψεων για τις σχέσεις της με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer και τον επικεφαλής του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, Κλάους Σβαμπ, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φέρεται να προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από το αφήγημα της κλιματικής αλλαγής, σε μια προσπάθεια απεγκλωβισμού από τις συνέπειες της διαχείρισης της πανδημίας COVID-19.
Την ίδια στιγμή, αυξανόμενος αριθμός πολιτών στη Δύση συνδέει τις εξελίξεις γύρω από τον ιό, την προέλευση και την επιβολή των εμβολίων με σειρά γεγονότων και αφηγήσεων που περιλαμβάνουν τις επιπτώσεις στην υγεία από τις παρενέργειες, τη σύνδεση με καρδιαγγειακά και αυτοάνοσα νοσήματα, καθώς και την ευρύτερη κοινωνική μεταβολή μέσω ιδεολογικών και πολιτικών πρωτοβουλιών. Ανάμεσά τους εντάσσονται αναφορές στη λεγόμενη «Woke ατζέντα», τις πολιτικές υπέρ της LGBTQ κοινότητας, την προώθηση των εκτρώσεων, τη μαζική μετανάστευση, τις αστικές μεταρρυθμίσεις τύπου «15λεπτης πόλης» και τη διαχείριση των φυσικών πόρων – με αιχμή το νερό.
Πρόσφατα, η Ελλάδα συμπεριελήφθη στα οκτώ ιδρυτικά κράτη του νεοσύστατου Παγκόσμιου Οργανισμού Νερού, μαζί με χώρες όπως η Νιγηρία, το Πακιστάν και η Σαουδική Αραβία. Παράλληλα, παραμένει ενεργός ο ρόλος των Ιδρυμάτων Rockefeller στη στήριξη αφηγήματος για την κλιματική αλλαγή, με σημαντική χρηματοδότηση προς ΜΚΟ και ένα παγκόσμιο ινστιτούτο προπαγάνδας υπέρ της οικολογικής μετάβασης.
Σε παλαιότερη δημόσια παρέμβασή του, ο David Rockefeller είχε τοποθετηθεί για την αναγκαιότητα ρύθμισης του πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού δεν αποφέρει οφέλη. Η εφαρμογή πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής συνοδεύεται, σύμφωνα με σχετικές καταγγελίες, από επιχειρήσεις που αποδίδονται σε φυσικά φαινόμενα, όπως πυρκαγιές και πλημμύρες, και συνδέονται με τεχνητές επεμβάσεις.
Η εβραϊκή κοινότητα παρουσιάζεται ως μία από τις βασικές στοχεύσεις τέτοιων σχεδιασμών, λόγω του ρόλου της στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, της στρατιωτικής της ετοιμότητας, της πληθυσμιακής της δυναμικής και της ιστορικής της επιρροής στην αμερικανική οικονομία. Ο κλιματικός ακτιβισμός της Greta Thunberg και η στάση της απέναντι στο Ισραήλ εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο, όπως και η επανεμφάνιση επιστημόνων που διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη διαχείριση της πανδημίας, όπως ο Σωτήρης Τσιόδρας, σε πρωτοβουλίες υπέρ της κλιματικής πολιτικής.
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen, με φόντο τη διαφαινόμενη αποδοκιμασία των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι σε πολιτικές που συνδέονται με τον έλεγχο του πληθυσμού, φέρεται να επιχειρεί να διαχωρίσει τη θέση της από την οικολογική ατζέντα. Οι πιέσεις που δέχεται, ωστόσο, από τις πολιτικές ομάδες των Σοσιαλιστών και των Φιλελευθέρων, των οποίων τις ψήφους χρειάζεται στο Ευρωκοινοβούλιο, περιορίζουν τα περιθώρια ελιγμών. Τη σχετική εξέλιξη αποκάλυψε η ιστοσελίδα Politico, η οποία φέρεται να έχει τα τελευταία χρόνια στενούς δεσμούς με το WEF.
Το ευρωπαϊκό οικολογικό πρόγραμμα, όπως παρουσιάζεται, απαιτεί εκτεταμένους μετασχηματισμούς στη δομή των πόλεων και περιορισμούς στις ελευθερίες μετακίνησης, εμπνευσμένα από αντίστοιχες πολιτικές του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ Klaus Schwab και ο Bill Gates διατηρούν μακρόχρονες σχέσεις συνεργασίας με την κινεζική ηγεσία, ενώ αναφορές για την προέλευση του ιού COVID-19 εντάσσουν στην εξίσωση και τον καθηγητή Ralph Baric.
Στον ναυτιλιακό κλάδο, οι Έλληνες εφοπλιστές υφίστανται πιέσεις για επενδύσεις σε «πράσινα» πλοία με υψηλό κόστος, σε αντίθεση με Ευρωπαίους βιομήχανους που εκφράζουν αντιρρήσεις για την ενεργειακή πολιτική. Η μεταρρύθμιση προς την πράσινη ενέργεια και οι συνοδευτικές υποχρεώσεις δανεισμού για περιβαλλοντικές προσαρμογές απειλούν τη βιωσιμότητα του στόλου και ενδέχεται να οδηγήσουν σε απώλεια του ελέγχου από τους ιδιοκτήτες.
Ορισμένοι πολίτες, οι οποίοι υπέστησαν σοβαρές παρενέργειες μετά τον εμβολιασμό κατά της COVID-19, δίνουν πλέον αγώνα επιβίωσης, ενώ η ευρωπαϊκή βιομηχανία εμφανίζεται να πλήττεται από τις επιπτώσεις του υψηλού δανεισμού. Το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης ή απαλλοτρίωσης επιχειρήσεων λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης των οικονομικών υποχρεώσεων τίθεται στο προσκήνιο.
Το παγκόσμιο χρέος αυξάνεται, γεγονός που οδηγεί αναλυτές στο συμπέρασμα ότι οι δομές του συστήματος –όπως η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS)– υπόκεινται σε επιρροή από ιδιωτικά συμφέροντα. Οι αναφορές ότι ο Donald Trump σχεδιάζει αντικατάσταση του Jerome Powell στη FED ενισχύουν τα σενάρια πολιτικής σύγκρουσης γύρω από τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Πιθανά σενάρια που εξετάζονται περιλαμβάνουν απόπειρα συμβιβασμού, επιβολή επιλογής από το βαθύ κράτος ή ενδεχόμενη αντικατάσταση με πρόσωπο εμπιστοσύνης του Trump. Δεν αποκλείεται επίσης το ενδεχόμενο απρόβλεπτων εξελίξεων που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις ισορροπίες, όπως ιστορικά συνέβη σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
Το εσωτερικό του αποκαλούμενου «βαθέος κράτους» παρουσιάζει σημάδια φθοράς, με την απώλεια κορυφαίων μελών της ελίτ να αναδεικνύει τη σταδιακή αποδυνάμωση. Ενδεικτικά, το 2024 αποβίωσε σημαίνον πρόσωπο με ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα, που φέρεται να τηρούσε αποστάσεις από πρόσωπα με υποτακτική στάση έναντι των διεθνών δομών.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου το χρήμα και το χρέος ελέγχονται από περιορισμένο αριθμό δρώντων, και οι εξαρτήσεις από θεσμικές δομές παραμένουν ισχυρές, η στρατηγική επιλογή για μείωση του πληθυσμού φέρεται να σχετίζεται με την αδυναμία ανατροπής του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου. Ο Larry Fink της BlackRock, επικεφαλής μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων στον κόσμο, φέρεται να επικεντρώνεται στα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά κεφάλαια, δίνοντας έμφαση στη διαχείριση του κινδύνου των πληρωμών σε συνταξιούχους.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες, από την πλευρά τους, επιδιώκουν τη μείωση των υποχρεώσεων καταβολής παροχών, ενώ το τέλος της σύνταξης μετά τον θάνατο ενός ασφαλισμένου τίθεται στο επίκεντρο των χρηματοοικονομικών συμφερόντων.