Πρόσφατα, αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία που αναμένονταν για την πραγματογνωμοσύνη του Καθηγητή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ, Δημήτρη Καρώνη, σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών. Η πραγματογνωμοσύνη του, η οποία καθυστέρησε, έχει πλέον ως βάση τα αποτελέσματα των πειραμάτων που πραγματοποιήθηκαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους, κατόπιν εντολής του καθηγητή. Αυτά τα πειράματα απέδειξαν ότι το πυρόσφαιρο (ή “πύρινο μανιτάρι”) και η φωτιά που ακολούθησε την σύγκρουση των τρένων εκείνο το μοιραίο βράδυ δεν προκλήθηκαν από τα περίφημα έλαια σιλικόνης των μετασχηματιστών των τριών μηχανών των τρένων, όπως είχε αρχικά υποστηριχθεί, αλλά από την παρουσία άλλης εύφλεκτης ύλης, συγκεκριμένα αρωματικών υδρογονανθράκων.
Το μέγεθος της πυρκαγιάς, η οποία έφτασε σε ύψος 90-100 μέτρα, διάμετρο 80 μέτρα και μήκος 170 μέτρα, δημιουργήθηκε από 4-6 τόνους υδρογονανθράκων. Υπολογίζεται ότι η ποσότητα των εύφλεκτων υλικών που εκχύθηκε στο έδαφος ήταν επιπλέον 9-12 τόνοι. Συνολικά, η εμπορική αμαξοστοιχία μετέφερε παράνομα και παράτυπα 13-18 τόνους επικίνδυνου φορτίου, ενώ δεν βρέθηκαν τα αντίστοιχα παραστατικά για τη μεταφορά αυτών των υλικών. Η νόμιμη μεταφορά τέτοιων επικίνδυνων φορτίων απαιτεί αυστηρούς κανονισμούς και ειδική ασφαλή μεταχείριση, όπως ορίζει ο νόμος.
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτά ανατρέπουν την προηγούμενη, επίσημη εκδοχή ότι η φωτιά οφειλόταν στα έλαια σιλικόνης. Αυτή η εκδοχή είχε προωθηθεί από την κυβέρνηση αμέσως μετά το συμβάν, χωρίς να στηρίζεται σε κανένα τεχνικό υπόβαθρο, και υιοθετήθηκε από τα ΜΜΕ, τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς, αλλά και την Hellenic Train για ευνόητους λόγους.
Η αποκατάσταση της αλήθειας δικαιώνει τις οικογένειες των θυμάτων, οι οποίες μέσω ανεξάρτητων και υπεύθυνων τεχνικών πραγματογνωμόνων είχαν υποστηρίξει ότι η πραγματική αιτία της φωτιάς ήταν το παράνομο και εύφλεκτο φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας και όχι τα έλαια σιλικόνης. Η διετής καθυστέρηση στην έρευνα σχετικά με το παράνομο φορτίο δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία ή απλώς αποτέλεσμα ανικανότητας. Αντίθετα, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η καθυστέρηση και οι χειρισμοί των αρχών υπηρετούν σκοπούς συγκάλυψης.
Η υπερβολικά γρήγορη “εξυγίανση” της περιοχής από τις αρμόδιες αρχές, η καταστροφή κρίσιμων στοιχείων (όπως βίντεο φόρτωσης και καταγραφές συνομιλιών) και οι πλημμελέστατες εκθέσεις των εμπλεκομένων κρατικών φορέων, όπως το Γενικό Χημείο του Κράτους, η Πυροσβεστική και οι Ιατροδικαστές, ενισχύουν την υποψία ότι έχουν εκτελεστεί άνωθεν εντολές με εντυπωσιακή συνέπεια και ταχύτητα. Δυστυχώς, η δράση τους φαίνεται να κατευθύνθηκε προς την συγκάλυψη και όχι προς την αποκάλυψη της αλήθειας.
Αν τεκμηριωθεί πλήρως η ύπαρξη του παράνομου φορτίου, τα κατηγορητήρια που θα προκύψουν θα είναι πολύ σοβαρότερα, καθώς τα κακουργήματα θα συνοδεύονται από δόλο. Η απόδειξη της συστηματικής παράνομης μεταφοράς τέτοιων επικίνδυνων φορτίων ενδέχεται να εμπλέξει οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες που γνωρίζουν την αλήθεια, καθώς συμμετείχαν στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης.
Το καθήκον του Εφέτη Ανακριτή είναι να κινηθεί, έστω και καθυστερημένα, προς τη μοναδική κατεύθυνση της πλήρους αποκαλύψεως της αλήθειας και να καταμερίσει τις ευθύνες, όσο ψηλά και αν φτάνουν οι υπεύθυνοι. Σήμερα, τίθενται τα εξής ερωτήματα:
Υπάρχει κάτι που εμποδίζει την έρευνα για την αλήθεια; Θα υπάρξει άμεση ανταπόκριση του Εφέτη Ανακριτή στην έρευνα;
Περιμένουμε αποτελέσματα τόσο από τους συγγενείς των θυμάτων όσο και από τους επιβάτες που βίωσαν την τραγωδία, καθώς και από τους πολίτες, οι οποίοι βλέπουν την τοπική οικονομική και πολιτική ελίτ να χρησιμοποιεί το κράτος ως προστάτη σε παράνομες δραστηριότητες.