Η ανάπτυξη της νέας γενιάς πυρηνικής βόμβας βαρύτητας B61 από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε βάσεις στην Ευρώπη έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και αναλύσεις σχετικά με τον αντίκτυπο αυτής της κίνησης στην στρατηγική ασφάλεια της ηπείρου. Ο πρώην στενός συνεργάτης του Πενταγώνου, Μάικλ Μαλούφ, υπογραμμίζει ότι η κίνηση αυτή ενδέχεται να σηματοδοτεί την αρχή του τέλους του ΝΑΤΟ, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Η Τζιλ Χρούμπι, επικεφαλής της Εθνικής Διοίκησης Πυρηνικής Ασφάλειας (NNSA), επιβεβαίωσε ότι οι νέες βόμβες B61-12 έχουν ολοκληρωθεί και η ανάπτυξή τους έχει αρχίσει να ενισχύει την ορατότητα των πυρηνικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ. Αυτές οι βόμβες, που αναμένεται να παράγονται σε περίπου 400-500 μονάδες, θα τοποθετηθούν σε στρατηγικές τοποθεσίες της Ευρώπης, περιλαμβανομένων του Βελγίου, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας και της Τουρκίας. Η ανάπτυξή τους εντάσσεται σε συμφωνίες ανταλλαγής πυρηνικών δυνάμεων μεταξύ των μελών της συμμαχίας.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή στοχεύει να ενισχύσει την αποτρεπτική ικανότητα του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα προς τη Μόσχα ότι η συμμαχία είναι προετοιμασμένη για οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εναντίον των μελών της. Όμως, η αυξημένη παρουσία πυρηνικών όπλων στην περιοχή έχει προκαλέσει ανησυχία για τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης κλιμάκωσης και τις πιθανές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Ο Μάικλ Μαλούφ, πρώην αναλυτής πολιτικής ασφάλειας στο Γραφείο του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας, αναφέρει ότι η ανάπτυξη αυτών των πυρηνικών όπλων αναδεικνύει τη διαρκή επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπογραμμίζοντας την αμυντική εξάρτηση των χωρών αυτών από την αμερικανική στρατηγική. Ωστόσο, επισημαίνει ότι αυτή η στρατηγική ενίσχυσης της αποτροπής ενδέχεται να προκαλέσει μεγαλύτερη αστάθεια στην περιοχή, καθιστώντας τη στόχο πιθανών επιθέσεων σε περίπτωση κλιμάκωσης της έντασης με τη Ρωσία.
Η αναλυτής υπογραμμίζει πως το ΝΑΤΟ, που επεδίωξε την προστασία των μελών του από εξωτερικές απειλές, έχει εξελιχθεί σε μια επιθετική συμμαχία, γεγονός που καθιστά τις βάσεις πυρηνικών όπλων σε χώρες της Ευρώπης πιθανό στόχο σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης. Η αυξημένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή ενδέχεται να προκαλέσει περαιτέρω εντάσεις και να επηρεάσει την στρατηγική ασφάλεια στην Ευρώπη.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Μαλούφ αναφέρει ότι η δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ (Trump 2.0) θα μπορούσε να επανεκτιμήσει τη στρατηγική ανάπτυξης των αμερικανικών βάσεων σε ευρωπαϊκό έδαφος, και ειδικά στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η παρουσία των βάσεων αυτών, η αποχώρηση από τη Συνθήκη INF και η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά θεωρούνται καταστροφικές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, επιδεινώνοντας τις συνθήκες έντασης και τη δυνατότητα ενός πυρηνικού ατυχήματος.
Η ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ένταση στην περιοχή, καθιστά την Ευρώπη έναν από τους πιο επικίνδυνους προορισμούς σε περίπτωση πυρηνικής κλιμάκωσης. Οι στρατηγικές επιλογές και η επιμονή στην αποτροπή ενδέχεται να δημιουργήσουν νέες ευπάθειες και αναταραχές, επισημαίνει ο αναλυτής, εντείνοντας την ανάγκη για επανεκτίμηση της στρατηγικής ασφάλειας στην περιοχή.