Ο απόηχος των δηλώσεων του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη αναφορικά με την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει φτάσει μέχρι τις Βρυξέλλες, προκαλώντας ανησυχία και δυσμενή σχόλια σε ευρωπαϊκούς κύκλους. Σύμφωνα με πληροφορίες, η στάση του Έλληνα πρωθυπουργού έχει ερμηνευτεί ως σαφής πρόθεση αποτροπής της ποινικής διερεύνησης των ευθυνών πρώην μελών της κυβέρνησής του.
Ειδικότερα, ο κ. Μητσοτάκης, με δημόσια τοποθέτησή του την Κυριακή, περιορίστηκε στην αναγνώριση «πολιτικών» ευθυνών, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στο αίτημα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για άρση της ασυλίας των πρώην υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη, προκειμένου να κινηθούν διαδικασίες ποινικής διερεύνησης. Η αποστροφή αυτή της ομιλίας του, σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, εκλήφθηκε ως έμμεσος τρόπος απόρριψης του αιτήματος.
Πρόκειται για μία πρωτοφανή υπόθεση στα ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς δεν υπάρχει προηγούμενο αιτήματος από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για παραπομπή πολιτικών προσώπων στην Ελλάδα. Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, Λάουρα Κοβέσι, έχει στο παρελθόν καταγγείλει δημόσια παρεμβάσεις που εμπόδισαν την πρόοδο των ερευνών στην υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ. Σύμφωνα με τη δήλωσή της, το μόνο εμπόδιο για την απαγγελία κατηγοριών σε πολιτικά πρόσωπα είναι το άρθρο 86 του Συντάγματος της Ελλάδας, που απαιτεί την άρση ασυλίας μέσω κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Η κ. Κοβέσι, αναφερόμενη και στην υπόθεση των Τεμπών, είχε δηλώσει ότι «αν δεν άρει κανείς την ασυλία, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Η δήλωση αυτή φέρνει στο προσκήνιο τις συνταγματικές και θεσμικές δυσκολίες για την ενεργοποίηση της δικαιοσύνης σε ζητήματα που άπτονται ποινικών ευθυνών κυβερνητικών στελεχών.
Η αντιμετώπιση της υπόθεσης από την ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά από τον πρωθυπουργό έχει προκαλέσει, σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, εκτεταμένη δυσαρέσκεια στους κόλπους των ευρωπαϊκών θεσμών, όχι μόνο στον χώρο της Εισαγγελίας. Η ενόχληση αυτή εντάθηκε μετά την ανάρτηση του κ. Μητσοτάκη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την Κυριακή, όπου επανέλαβε τη θέση του περί πολιτικής ευθύνης και χαρακτήρισε την υπόθεση ως «ευρωπαϊκή» και όχι αμιγώς εθνική.
Η συγκεκριμένη δήλωση προκάλεσε επιπλέον αντιδράσεις, καθώς σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, δεν έχει υπάρξει ανάλογο αίτημα παραπομπής πρώην υπουργών σε άλλη χώρα-μέλος της Ε.Ε., ούτε έχουν επιβληθεί αντίστοιχα πρόστιμα τόσο μεγάλης κλίμακας όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Το επιχείρημα περί «ευρωπαϊκής διάστασης» του σκανδάλου εκλήφθηκε ως προσπάθεια αποφόρτισης των ευθυνών και μετατόπισης της συζήτησης σε ένα γενικότερο πλαίσιο.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η σχετική δικογραφία δεν έχει ακόμα διαβιβαστεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο, εξέλιξη που ενδέχεται να τροφοδοτήσει περαιτέρω αντιδράσεις και παρεμβάσεις εκ μέρους των ευρωπαϊκών οργάνων. Κοινοτικές πηγές δεν αποκλείουν πλέον την έκφραση της ενόχλησης και με επίσημο τρόπο, προκειμένου να καταστεί σαφές ότι η θεσμική λειτουργία της Ε.Ε. δεν μπορεί να υπονομεύεται.
Η συγκυρία χαρακτηρίζεται ως δυσμενής για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με την οποία διατηρεί στενές σχέσεις ο πρωθυπουργός, αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο αυξανόμενη αμφισβήτηση και πολιτική πίεση ενόψει των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Εσωκομματικοί τριγμοί
Σοβαρή πολιτική αναταραχή έχει προκαλέσει και στο Μέγαρο Μαξίμου το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, με τις επιπτώσεις του να επεκτείνονται τόσο στην κυβερνητική εικόνα όσο και στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Το ζήτημα επανέφερε τον πρωθυπουργό με την πλάτη στον τοίχο, σε μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να μετατοπίσει τη δημόσια ατζέντα από την υπόθεση των Τεμπών, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί ανοιχτή πληγή για το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης.
Η υπόθεση των παράνομων επιδοτήσεων έχει ήδη προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στους κόλπους της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ. Ενδεικτική ήταν η δημόσια παρέμβαση του βουλευτή Β’ Πειραιά Δημήτρη Μαρκόπουλου, ο οποίος, σε τηλεοπτική του εμφάνιση στο MEGA, σημείωσε ότι «η κατάσταση ξεκάθαρα μας ξέφυγε», υπογραμμίζοντας ότι «μία παράταξη όπως η ΝΔ όφειλε να είναι πιο προσεκτική σ’ αυτά τα θέματα» και ότι «δεν μπορεί τέτοια πρόστιμα να έρχονται με έξι χρόνια διακυβέρνησης της δικής μας παράταξης και με έναν κατεξοχήν φιλοευρωπαίο πρωθυπουργό». Ο ίδιος προσέθεσε ότι «έπρεπε έξι χρόνια αυτό το κουβάρι να το ξεμπλέξουμε» και κατέληξε πως «δεν μπορεί να πληρώσει ο Έλληνας απλός φορολογούμενος και πάλι τους όποιους καταφερτζήδες».
Παράλληλα, αυξάνονται οι επικρίσεις και στο παρασκήνιο. Στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες, εκφράζουν ανοιχτά την ενόχλησή τους για τη διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι δεν είναι δυνατόν κάθε φορά που προκύπτει πολιτικό ζήτημα να παρουσιάζεται ως ένα απλό διοικητικό λάθος, χωρίς να αναλαμβάνεται συγκεκριμένη ευθύνη. Τα ίδια στελέχη υποστηρίζουν ότι απαιτείται πολιτική ενδοσκόπηση και αποδοχή των ευθυνών, ιδίως όταν οι επιπτώσεις των σκανδάλων επιβαρύνουν οικονομικά τον απλό πολίτη.
Έντονη ενόχληση προκαλεί επίσης στους βουλευτές η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης, που περιόρισε τη σημασία της υπόθεσης, σημειώνοντας ότι «μία αναφορά σε μία δικογραφία δεν σημαίνει ότι συνιστά απαραιτήτως και περιγραφή ποινικής ευθύνης». Το επιχείρημα αυτό, σύμφωνα με κοινοβουλευτικά στελέχη, δεν επαρκεί για να καθησυχάσει τις αντιδράσεις και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.
Στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας αναφέρεται επίσης ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το παράδειγμα του πρώην υφυπουργού Τριαντόπουλου ως πρότυπο διαχείρισης κρίσεων, καθώς εκείνη η περίπτωση συνοδεύτηκε από παραίτηση. Πολλοί επισημαίνουν ότι θα έπρεπε να κινηθεί ανάλογη διαδικασία και για τον υπουργό Μετανάστευσης Μάκη Βορίδη, δεδομένης της εμπλοκής του ονόματός του στη δικογραφία της υπόθεσης.
Ιδιαίτερη αναστάτωση καταγράφεται και στις περιφέρειες της Βόρειας Ελλάδας, όπου βουλευτές της ΝΔ έρχονται αντιμέτωποι με έντονη δυσαρέσκεια από τους αγρότες. Οι παραγωγοί εκφράζουν την οργή τους για τις πρακτικές που συνδέονται με το σκάνδαλο των επιδοτήσεων, ενώ καταγγέλλουν αθέμιτους αποκλεισμούς και καθυστερήσεις στις πληρωμές. Οι βουλευτές των περιοχών αυτών αναλαμβάνουν ρόλο αποδέκτη των παραπόνων, επιβαρύνοντας περαιτέρω το κλίμα στο εσωτερικό της παράταξης.
Η δυσαρέσκεια αυτή δεν είναι καινούργια. Ήδη από τον Ιανουάριο του 2024, ο βουλευτής Λάρισας της ΝΔ Μάξιμος Χαρακόπουλος είχε προειδοποιήσει για την κατάσταση στον αγροτικό τομέα, τονίζοντας ότι το ενεργειακό κόστος, οι τιμές στα εφόδια και τις ζωοτροφές, η καθυστέρηση στις πληρωμές από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και η έλλειψη σαφών τοποθετήσεων για αποζημιώσεις συνθέτουν ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό σκηνικό στη Θεσσαλία, ιδίως μετά τις καταστροφικές πλημμύρες.