Ανήθικες προτάσεις: Οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με πρόσωπα-κλειδιά της πολιτικής, διπλωματικής, επιχειρηματικής και εκκλησιαστικής ζωής, έχουν προκαλέσει έντονο δημόσιο ενδιαφέρον. Ειδικά όταν αυτές οι επαφές λαμβάνουν χώρα εκτός επίσημου πρωτοκόλλου, στο προσωπικό του διαμέρισμα ή στην πατρική του κατοικία στην Κρήτη, πυροδοτούν ερμηνείες και παρασκηνιακές αναλύσεις. Αν και για κάποιους πρόκειται για ασυνήθιστες πρακτικές με σκοπιμότητες, μια διαφορετική προσέγγιση φωτίζει τις κινήσεις αυτές υπό το πρίσμα της προσωπικής διπλωματίας, της ανάγκης ειλικρινούς επικοινωνίας και της επιδίωξης πολιτικής συνεννόησης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δίστασε να προσεγγίσει τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή σε μια κρίσιμη καμπή για την εθνική στρατηγική, όταν έπρεπε να διασφαλιστεί η συνοχή της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση με τη συμφωνία των Πρεσπών και το μνημόνιο με τη Βόρεια Μακεδονία. Παρότι το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό, η ενέργεια αυτή έδειξε πρόθεση για σύνθεση και όχι για επιβολή.
Ο Νίκος Δένδιας, ως κορυφαίο στέλεχος και υπουργός Εξωτερικών τότε, είχε επανειλημμένα γίνει αποδέκτης ανάλογων κινήσεων από τον πρωθυπουργό. Είτε επρόκειτο για συζητήσεις στον Λυκαβηττό με τη σύζυγό του παρούσα, είτε για φιλοξενία στην Κρήτη, στόχος δεν ήταν η πολιτική αποδυνάμωση, αλλά η αποσυμπίεση εντάσεων και η ενίσχυση της συνοχής του κυβερνητικού σχήματος ενόψει κρίσιμων αποφάσεων.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τον επιχειρηματικό κόσμο, η προσέγγιση του πρωθυπουργού προς μεγάλους παράγοντες της αγοράς εντάσσεται στη λογική της σταθερότητας. Η ανάγκη για ευρύτερη στήριξη της εθνικής οικονομίας μετά τις εκλογές του 2019 δεν μπορεί να αναλυθεί αποκλειστικά με όρους προσωπικής εξυπηρέτησης ή ανταλλαγής. Αντιθέτως, αποτυπώνει μια ρεαλιστική αποδοχή του ρόλου που διαδραματίζει η επιχειρηματική ελίτ στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.
Η πιο πρόσφατη συνάντηση, με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, επανέφερε στην επικαιρότητα το ερώτημα του τρόπου με τον οποίο ο πρωθυπουργός επιλέγει να συνομιλεί με θεσμικούς παράγοντες. Το δείπνο στον Λυκαβηττό, σύμφωνα με όσες πληροφορίες έχουν διαρρεύσει, συνδέθηκε με το ταξίδι της ελληνικής αποστολής στο Κάιρο και το ζήτημα της Μονής Αγίας Αικατερίνης. Το ζήτημα έχει προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία στην Εκκλησία, με τον Αρχιεπίσκοπο να ζητά δημόσια παρέμβαση της Πολιτείας. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός ανταποκρίθηκε με άμεση επικοινωνία, δείχνει ευαισθησία στα θέματα πίστης και πολιτισμικής κληρονομιάς και διάθεση να ακούσει ακόμη και έντονες ενστάσεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών, τήρησαν σταθερή θέση αναφορικά με τη νομική θωράκιση της Μονής, εστιάζοντας στο καθεστώς της νομικής προσωπικότητας. Η απουσία ρητής αναφοράς σε κυριότητα δεν μπορεί αυτόματα να ερμηνευθεί ως παραχώρηση, αλλά ίσως ως τακτική στη διαπραγμάτευση με την Αίγυπτο – χώρα με διαφορετικό νομικό και διοικητικό πλαίσιο.
Η φημολογούμενη πρόταση του πρωθυπουργού προς τον Αρχιεπίσκοπο για χαμηλότερους τόνους, με αντάλλαγμα πρόοδο σε θέματα όπως η εκκλησιαστική περιουσία ή η εκπαίδευση, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί επισήμως. Ωστόσο, ακόμη και αν υπήρξε τέτοια προσέγγιση, θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης θεσμικής διαπραγμάτευσης μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, με στόχο τη σταδιακή διευθέτηση εκκρεμοτήτων δεκαετιών. Ο ίδιος ο Ιερώνυμος έχει επανειλημμένα εκφράσει την επιθυμία να αφήσει παρακαταθήκη στο πεδίο της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και διαχείρισης της περιουσίας της Εκκλησίας, κάτι που ο πρωθυπουργός ενδεχομένως αντιλαμβάνεται και σέβεται.
Η συζήτηση περί παρέμβασης στα εσωτερικά της Εκκλησίας, του ΕΣΡ ή της Δικαιοσύνης, αποτελεί αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι οι κυβερνήσεις κρίνονται τελικά από τα αποτελέσματα και όχι από τις ερμηνείες των προθέσεων. Οι φωνές που μιλούν για “εγκληματογόνο” πολιτική συμπεριφορά αγνοούν τη θεσμική πολυπλοκότητα των επιλογών της ηγεσίας σε περιόδους κρίσης.
Αντιθέτως, η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να συνομιλεί ανοιχτά, ακόμη και με πρόσωπα που διαφωνούν μαζί του, δείχνει περισσότερο διάθεση συνεννόησης παρά μονομερούς επιβολής. Όσο οι πολιτικές και διπλωματικές ισορροπίες παραμένουν εύθραυστες, η προσωπική πολιτική του διαλόγου θα συνεχίσει να αποτελεί εργαλείο, όσο και να εγείρει ερωτήματα. Το αν τα δείπνα στον Λυκαβηττό ή στην Κρήτη θα αποδειχθούν ιστορικά κρίσιμα ή απλώς συμβολικά, θα το δείξει ο χρόνος.