Έντονο προβληματισμό προκαλεί στην ελληνική διπλωματία η συνεχώς ενισχυόμενη γεωπολιτική θέση της Τουρκίας, η οποία καταγράφει σημαντικές επιτυχίες στη διεθνή σκακιέρα, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο. Η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της Άγκυρας, οι ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας με παγκόσμιες δυνάμεις, καθώς και η αναβάθμιση της θέσης της εντός του ΝΑΤΟ, προκαλούν ανησυχία στην Αθήνα, η οποία παρακολουθεί με σκεπτικισμό τις εξελίξεις.
Η Τουρκία εμφανίζεται πλέον ως κεντρικός παίκτης σε ζητήματα διεθνούς ασφάλειας. Η επικείμενη συζήτηση για ενδεχόμενη εκεχειρία στον πόλεμο Ουκρανίας – Ρωσίας πρόκειται να φιλοξενηθεί στην Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνοντας τον διαμεσολαβητικό ρόλο της Άγκυρας. Παράλληλα, η άτυπη σύνοδος του ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αττάλεια έδωσε την ευκαιρία στον Γενικό Γραμματέα της Συμμαχίας να εξάρει τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας, ενώ για πρώτη φορά τοποθετείται Τούρκος Στρατηγός στο Γενικό Στρατηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες — κίνηση με ιδιαίτερο συμβολισμό.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Τουρκία φαίνεται να καθίσταται εταίρος πρώτης γραμμής. Ρώμη, Μαδρίτη και Βερολίνο προωθούν την ένταξή της ως στρατηγικό σύμμαχο στα υπό διαμόρφωση σχήματα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Η συμμετοχή της Άγκυρας σε προγράμματα αμυντικής συνεργασίας προβάλλεται ως επιθυμητή, ιδίως λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας — ειδικά στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones).
Επιπλέον, ο Γερμανός Καγκελάριος Μερτς φέρεται πρόθυμος να ξεμπλοκάρει την πώληση μαχητικών Eurofighter στην Τουρκία, εξέλιξη που ενισχύει έτι περαιτέρω την ήδη αναβαθμισμένη στρατιωτική ισχύ της χώρας. Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα συνεχίζονται οι συζητήσεις περί αναδιάρθρωσης της ΕΑΒ, υπογραμμίζοντας τη διαφορά δυναμικής ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Η Αθήνα έχει θέσει, χωρίς ιδιαίτερη ανταπόκριση, προς τους ευρωπαίους εταίρους τον προβληματισμό της για τις εταιρικές σχέσεις με την Άγκυρα, υπενθυμίζοντας την αδιαλλαξία της Τουρκίας σε ζητήματα κρίσιμης σημασίας όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, στην οποία η Άγκυρα έχει εκφράσει ανοικτή αντίθεση. Παρά τις ελληνικές επισημάνσεις, οι Βρυξέλλες εμφανίζονται απρόθυμες να θέσουν φραγμούς στην τουρκική επιρροή.
Παράλληλα, σημαντικές γεωπολιτικές εξελίξεις συντελούνται στη Μέση Ανατολή, όπου η Τουρκία φαίνεται να έχει αναλάβει παρασκηνιακό ρόλο στη διαδικασία αποκατάστασης των σχέσεων ΗΠΑ – Συρίας. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, από το Ριάντ όπου βρίσκεται, ανακοίνωσε την άρση των κυρώσεων κατά της Δαμασκού και την πρόθεσή του να συναντηθεί με τον Σύρο πρόεδρο Ahmed al-Sharaa, εξέλιξη που αιφνιδίασε το Τελ Αβίβ και καταγράφεται ως στοιχείο της διπλωματικής εφόρμησης της Τουρκίας στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή, το κουρδικό PKK ανακοίνωσε τον τερματισμό της ένοπλης δράσης του, εξέλιξη που, κατά τους αναλυτές, επιβεβαιώνει την επιτυχή επιρροή της Τουρκίας στην εσωτερική διαχείριση εθνικών ζητημάτων, λίγα μόλις χρόνια αφότου διακινούνταν σενάρια για τη δημιουργία ανεξάρτητου Κουρδιστάν με αμερικανική υποστήριξη.
Στο μεταναστευτικό πεδίο, η Τουρκία συνεχίζει να διαδραματίζει ρόλο «κλειδί» για την Ευρωπαϊκή Ένωση, χρησιμοποιώντας ως διαπραγματευτικό χαρτί την ιδιότητά της ως κύριας πύλης εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη. Παρά την ήδη ληφθείσα χρηματοδότηση ύψους 10 δισ. ευρώ, η Άγκυρα πιέζει για περαιτέρω στήριξη, ενώ αναδύονται νέες μεταναστευτικές διαδρομές από την Αίγυπτο και τη Λιβύη, δημιουργώντας την ανάγκη για νέες συμφωνίες από την Ε.Ε.
Η δυναμική και πολυδιάστατη τουρκική εξωτερική πολιτική έχει δημιουργήσει έντονη ανησυχία στην Αθήνα, η οποία προσπαθεί να διαχειριστεί τις εξελίξεις και να διατυπώσει τις αντιρρήσεις της σε διεθνή fora. Ωστόσο, προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι η Τουρκία, αν και δεν έχει ευθυγραμμιστεί πλήρως με την ευρωπαϊκή γραμμή στο ζήτημα της Ουκρανίας και διατηρεί ανοικτούς διαύλους με τη Μόσχα, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται από τους δυτικούς συμμάχους ως περιφερειακή δύναμη πρώτης γραμμής.
Αντιθέτως, η Ελλάδα, παρά την πιστή της στάση στο ευρωατλαντικό πλαίσιο και την έντονη υποστήριξη στην Ουκρανία, φαίνεται να περιορίζεται στο ρόλο της περιφερειακής δευτεροκλασάτης δύναμης. Το δίλημμα πλέον για την Αθήνα είναι εάν και πώς μπορεί να επαναπροσδιορίσει την εξωτερική της πολιτική, σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον.