Οι ανεμογεννήτριες προωθούνται διεθνώς ως το βασικό εργαλείο μετάβασης προς την πράσινη ενέργεια και τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, πίσω από τα πανιά τους κρύβεται μια διαφορετική πραγματικότητα: οι ανεμογεννήτριες στην πράξη λειτουργούν χάρη στις παχυλές επιδοτήσεις και όχι στον άνεμο. Χωρίς τις συνεχείς ενισχύσεις από το κράτος και τα προγράμματα χρηματοδότησης, ο τομέας αυτός απλά δεν μπορεί να σταθεί οικονομικά, πόσο μάλλον να επεκταθεί.
Επιπλέον, ο μύθος της μακράς ζωής των ανεμογεννητριών καταρρίπτεται από πραγματικά δεδομένα. Η διάρκεια ζωής τους δεν φτάνει στα 20-25 χρόνια που προβάλλουν οι κατασκευαστές, αλλά περιορίζεται στα 10-12 χρόνια — αν και αυτό συχνά αποκρύπτεται. Αυτό σημαίνει πως η επόμενη δεκαετία θα φέρει ένα τεράστιο περιβαλλοντικό και οικονομικό πρόβλημα, ειδικά για χώρες με μεγάλη εγκατάσταση ανεμογεννητριών, όπως η Γερμανία, όπου χιλιάδες «γίγαντες» βάρους 200-300 τόνων θα μένουν άχρηστοι, κατεστραμμένοι και τοξικοί.
Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη και στις ΗΠΑ, όπου ήδη η αιολική βιομηχανία έχει παράξει τεράστιες ποσότητες τοξικών αποβλήτων που καταλήγουν σε χωματερές, όπως στην Αϊόβα. Οι λεπίδες των ανεμογεννητριών, κατασκευασμένες από σύνθετα υλικά όπως τοξικά πλαστικά και υαλοβάμβακα, ζυγίζουν 10-15 τόνους και δεν ανακυκλώνονται εύκολα, ενώ ο υπόλοιπος εξοπλισμός περιλαμβάνει λιπαντικά, μέταλλα και σκυρόδεμα μεγάλου όγκου που παραμένει στο περιβάλλον για δεκαετίες.
Σύμφωνα με έρευνες όπως αυτή του Isaac Orr στο Center of the American Experiment (2019), το κόστος παροπλισμού μιας ανεμογεννήτριας μπορεί να ξεπεράσει τα 500.000 δολάρια — ένα ποσό που συχνά δεν έχει προϋπολογιστεί σωστά από τους φορείς που διαχειρίζονται τις εγκαταστάσεις. Για παράδειγμα, το έργο Nobles Wind στη Μινεσότα εκτιμάται ότι θα απαιτήσει πάνω από 70 εκατομμύρια δολάρια για τον καθαρισμό 134 ανεμογεννητριών, ενώ άλλες εγκαταστάσεις έχουν παρόμοια έξοδα.
Και παρόλο που το κόστος είναι τόσο μεγάλο, οι εταιρείες συχνά επιλέγουν να μην αφαιρούν τα θεμέλια και τα καλώδια που βρίσκονται βαθιά στο έδαφος — μια πρακτική που αφήνει μόνιμα τοξικά κατάλοιπα και επιβαρύνει το περιβάλλον.

Εκτός από το άμεσο οπτικό και ηχητικό αποτύπωμα που αφήνουν στον τόπο εγκατάστασής τους, οι ανεμογεννήτριες παράγουν τεράστιες ποσότητες τοξικών αποβλήτων κατά το τέλος της ζωής τους. Οι λεπίδες, βάρους 10-15 τόνων η κάθε μία, κατασκευάζονται από σύνθετα υλικά όπως τοξικά πλαστικά και υαλοβάμβακα, τα οποία δεν ανακυκλώνονται εύκολα και συχνά καταλήγουν σε χωματερές, δημιουργώντας μακροχρόνια περιβαλλοντικά προβλήματα.
Επιπλέον, τα θεμέλια από οπλισμένο σκυρόδεμα που αγκυρώνουν τις ανεμογεννήτριες στο έδαφος είναι τεράστιας μάζας (400-500 m³), με βάθος έως και 15 πόδια, και δεν απομακρύνονται σε βάθος κατά τον παροπλισμό, αφήνοντας τοξικά υλικά μόνιμα θαμμένα. Τα υπόγεια καλώδια, που συνδέουν το αιολικό πάρκο με το δίκτυο, επίσης συχνά παραμένουν αχρησιμοποίητα στο έδαφος.
Η διαδικασία απομάκρυνσης (παροπλισμός) μιας ανεμογεννήτριας έχει τεράστιο οικονομικό κόστος, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά τα 500.000 δολάρια ανά μονάδα. Για παράδειγμα, το έργο Nobles Wind στη Μινεσότα εκτιμάται ότι θα απαιτήσει πάνω από 71 εκατομμύρια δολάρια συνολικά για τον καθαρισμό 134 ανεμογεννητριών. Ωστόσο, συχνά το καθαριστικό έργο δεν είναι πλήρες, αφήνοντας τα μεγαλύτερα απόβλητα στο έδαφος, λόγω υψηλού κόστους.
Οι πολιτικοί και οι μεγάλες εταιρείες συχνά προωθούν τις ανεμογεννήτριες ως τη λύση για την πράσινη μετάβαση, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας τα παραπάνω προβλήματα. Επιπλέον, υπάρχει διπλή μέτρηση στην αντιμετώπιση περιβαλλοντικών ζητημάτων: ενώ οι ανεμογεννήτριες απολαμβάνουν επιδοτήσεις και πολιτική προστασία, άλλες κρίσιμες υποδομές όπως οι πετρελαιαγωγοί συχνά αμφισβητούνται αυστηρότερα ή καθυστερούν να αντικατασταθούν, παρόλο που η λειτουργία τους μπορεί να είναι πιο ασφαλής και αποδοτική.
Οι πολίτες πληρώνουν τελικά την «πράσινη» πολιτική μέσω αυξημένων τιμολογίων ενέργειας, ενώ η πραγματική περιβαλλοντική βελτίωση παραμένει αμφίβολη ή απομακρυσμένη.
Σε σύγκριση με ορυκτά καύσιμα, οι ανεμογεννήτριες έχουν σαφώς χαμηλότερες εκπομπές ρύπων κατά τη λειτουργία τους, όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το πλήρες κύκλο ζωής τους, όπου τα περιβαλλοντικά κόστη είναι σημαντικά. Η χαμηλή διάρκεια ζωής, το τοξικό απόβλητο, το μεγάλο κόστος παροπλισμού και η εξάρτηση από επιδοτήσεις καθιστούν την αιολική ενέργεια μια λύση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της χωρίς κρατική στήριξη και πολυεπίπεδες παρεμβάσεις.
Συνολικά, το αφήγημα της «καθαρής ενέργειας» μέσω ανεμογεννητριών κρύβει σοβαρές αδυναμίες και προβλήματα που δεν πρέπει να αγνοήσουμε. Ειδικά όταν μιλάμε για ένα μέλλον με αυξημένες ανάγκες για βιωσιμότητα και υπευθυνότητα απέναντι στον πλανήτη, η αλήθεια για το κόστος, την απόδοση και την περιβαλλοντική επιβάρυνση των ανεμογεννητριών πρέπει να γίνει αντικείμενο ευρείας συζήτησης, πριν να είναι πολύ αργά.