18 Νοεμβρίου, 2025
Πολιτική

Αναβρασμός στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας

Παρά τις επανειλημμένες δημόσιες δηλώσεις του πρωθυπουργού ότι οι εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν κανονικά το 2027, το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, με πολλούς να κινούνται ήδη με ρυθμούς προεκλογικής περιόδου. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι Γενικοί Γραμματείς υπουργείων, στους οποίους ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ζητήσει –όπως προβλέπεται θεσμικά– να παραιτηθούν σε περίπτωση που επιθυμούν να είναι υποψήφιοι στις επόμενες εκλογές.

Η απαίτηση αυτή έχει ενεργοποιήσει μια αλυσίδα εξελίξεων που προκαλεί πονοκέφαλο στο Μέγαρο Μαξίμου. Αρκετοί από αυτούς τους Γενικούς Γραμματείς φέρονται να επιδιώκουν όχι την απλή αποχώρηση, αλλά μια «αναβάθμιση» μέσω τοποθέτησής τους σε θέσεις Υφυπουργών. Ο λόγος είναι απλός: σε αντίθεση με τους Γενικούς Γραμματείς, οι Υφυπουργοί δεν εμπίπτουν στα ίδια νομικά κωλύματα συμμετοχής στις εκλογές, μπορούν να παραμείνουν στα καθήκοντά τους έως την προκήρυξη και να αξιοποιήσουν το πολιτικό τους χαρτοφυλάκιο στην αναμέτρηση.

Μέσω μιας υπουργικής ιδιότητας εξασφαλίζουν επίσης τη δυνατότητα να διατηρήσουν επιτελεία μετακλητών υπαλλήλων που θα συμβάλουν στην προεκλογική τους καμπάνια, ενώ παράλληλα αποκτούν όπλα απέναντι σε συνυποψήφιους που ήδη κατέχουν κυβερνητικές θέσεις – χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων περιφερειών είναι ο Νότιος και ο Βόρειος Τομέας της Αθήνας. Τα στελέχη αυτά χαρακτηρίζουν το αίτημά τους δίκαιο, από τη στιγμή που τους ζητείται να μπουν επισήμως στον εκλογικό στίβο.

Το Μαξίμου, από την πλευρά του, φέρεται να επιχειρεί να κερδίσει χρόνο. Το βασικό του επιχείρημα είναι πως ενδεχόμενη τοποθέτηση συγκεκριμένων προσώπων στην κυβέρνηση θα προκαλέσει αντιδράσεις από εκείνους που θα μείνουν εκτός, τη στιγμή που ήδη υφίσταται έντονη εσωκομματική πίεση από βουλευτές που περιμένουν τη δική τους είσοδο στο κυβερνητικό σχήμα.

Ταυτόχρονα, δυναμώνει το μπλοκ των βουλευτών που ζητούν ευθέως από τον πρωθυπουργό να προχωρήσει σε έναν ανασχηματισμό που θα περιλαμβάνει αποκλειστικά εκλεγμένους του κοινοβουλίου. Όπως τονίζουν, αυτοί είναι που λογοδοτούν απευθείας στους πολίτες, σε αντίθεση με τους εξωκοινοβουλευτικούς που –όπως λένε– απολαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις χωρίς πολιτικό κόστος.

Η απάντηση του Μαξίμου είναι σαφής: δεν πρόκειται να υπάρξει αποκλεισμός εξωκοινοβουλευτικών, καθώς πολλοί από τους στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού βρίσκονται σε τέτοιες θέσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με συνομιλητές του κ. Μητσοτάκη, είναι πιθανό να ενισχυθεί η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση όταν έρθει η ώρα του ανασχηματισμού. Για την ώρα, οι βουλευτές δείχνουν να τηρούν στάση αναμονής, θέτοντας ως άτυπη καταληκτική ημερομηνία το συνέδριο της ΝΔ, στις αρχές του νέου έτους. Μετά από αυτό, εκτιμάται πως οι πιέσεις θα ενταθούν και ο καθένας θα κινηθεί για την προσωπική του επανεκλογή.

Το ήδη τεταμένο εσωκομματικό κλίμα επιβαρύνεται και από τις φήμες περί πιθανών αποχωρήσεων ή μετακινήσεων στελεχών σε άλλες θέσεις ή κόμματα. Ορισμένοι βουλευτές φαίνεται να εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να διεκδικήσουν δημαρχίες ή θέσεις περιφερειαρχών, εκτιμώντας ότι οι πιθανότητες επανεκλογής τους ως βουλευτές είναι περιορισμένες. Άλλοι –απογοητευμένοι ή επιφυλακτικοί για τις προοπτικές της ΝΔ– κοιτούν προς τον χώρο δεξιότερα του κυβερνώντος κόμματος, εκεί όπου ήδη διακινούνται σενάρια περί πολιτικής έκφρασης υπό τον Αντώνη Σαμαρά ή άλλες δεξιές πρωτοβουλίες.

Το Μέγαρο Μαξίμου, αντιλαμβανόμενο τον κίνδυνο διαρροών, σχεδιάζει να καθυστερήσει την ανακοίνωση των ψηφοδελτίων, περιορίζοντας τις πρόωρες μετακινήσεις και τη φθορά. Όσο όμως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν χαμηλά ποσοστά για τη ΝΔ –έστω κι αν αυτή παραμένει πρώτη πολιτική δύναμη– τόσο ενισχύεται η αβεβαιότητα και η κινητικότητα στο εσωτερικό του κόμματος. Μια οριακή διαφορά, με ποσοστά γύρω στο 25%, μπορεί να φέρει σοβαρές ανατροπές στην επόμενη κοινοβουλευτική ομάδα και αυτό δεν περνά απαρατήρητο από κανέναν.

Σε κάθε περίπτωση, το φθινόπωρο του 2025 βρίσκει τη ΝΔ σε μια περίοδο έντονης εσωστρέφειας και ανασχηματιστικής αναμονής, με τα κομματικά και κυβερνητικά στελέχη να βρίσκονται σε αναζήτηση ρόλου – ή εξόδου. Το 2027 μπορεί να είναι ο επίσημος χρονικός στόχος, αλλά για πολλούς, το ρολόι των πολιτικών εξελίξεων έχει ήδη ξεκινήσει να μετρά αντίστροφα.