17 Νοεμβρίου, 2025
Οικονομία

Ανάσα ρευστότητας με πώληση υψηλής κυριότητας

Ποιο είναι το νέο «σκαρίφημα» που προέκυψε από τις επιπτώσεις της κρίσης στα ακίνητα και τι εξασφαλίζει

Τα τελευταία χρόνια αναδύεται, έστω σε μικρή κλίμακα, μια νέα πρακτική στην Ελληνική Κτηματαγορά, με ιδιοκτήτες μεγαλύτερης ηλικίας που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε οικονομικές υποχρεώσεις προς τράπεζες λόγω μείωσης εισοδημάτων ή συντάξεων να επιλέγουν την πώληση της υψηλής κυριότητας του ακινήτου τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν άμεσα ρευστό για την αποπληρωμή χρεών, τη δημιουργία αποθεματικού ανάγκης ή απλώς για να ζήσουν με περισσότερη άνεση τα επόμενα χρόνια, διατηρώντας ταυτόχρονα την επικαρπία και άρα το δικαίωμα παραμονής στο σπίτι τους μέχρι το τέλος της ζωής τους χωρίς να αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν για συναισθηματικούς ή οικονομικούς λόγους.

Η επιλογή αυτή λειτουργεί και ως λύση όταν η άμεση πώληση του ακινήτου δεν είναι εφικτή είτε επειδή η ζητούμενη τιμή δεν βρίσκει ανταπόκριση είτε επειδή το κόστος ενοικίασης άλλης κατοικίας καθιστά ασύμφορη τη μετακόμιση, με αποτέλεσμα η μεταβίβαση μόνο της υψηλής κυριότητας να προσφέρεται ως ενδιάμεση διέξοδος που δίνει οικονομική ανάσα χωρίς απώλεια στέγης και με ξεκάθαρη νομική ασφάλεια ως προς τα δικαιώματα χρήσης.

Στην απέναντι πλευρά της συναλλαγής βρίσκονται συχνά οικογένειες που βλέπουν την αγορά υψηλής κυριότητας ως επένδυση για το μέλλον των παιδιών τους, καθώς σε μια αγορά κατοικίας με υψηλές τιμές η προοπτική απόκτησης ακινήτου στο μέλλον με χαμηλότερο σημερινό κόστος αποτελεί ισχυρό κίνητρο, με ενδεικτικό παράδειγμα ότι σε ακίνητο αξίας 300.000 ευρώ η υψηλή κυριότητα μπορεί, ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή, να αποτιμηθεί περίπου στο 50% της αξίας, καθιστώντας τη συμφωνία μακροπρόθεσμη μεν αλλά οικονομικά πιο προσιτή για όσους σχεδιάζουν σε ορίζοντα ετών.

Το «φαινόμενο» αυτό φωτίζει δύο κοινωνικές πραγματικότητες, αφενός τη δυσκολία πολλών ιδιοκτητών μεγαλύτερης ηλικίας να ανταπεξέλθουν σε τραπεζικές και λοιπές υποχρεώσεις και ταυτόχρονα την ανάγκη τους να ζήσουν αξιοπρεπώς χωρίς να χάσουν το σπίτι τους, αφετέρου την αδυναμία πολλών νεότερων οικογενειών να εισέλθουν στην ιδιοκατοίκηση με τους σημερινούς όρους, που τις οδηγεί σε εναλλακτικές λύσεις όπως η απόκτηση υψηλής κυριότητας με χρονικό ορίζοντα μελλοντικής πλήρους κυριότητας.

Αν και οι περιπτώσεις παραμένουν περιορισμένες και δεν συνιστούν ακόμη τάση με υψηλή διείσδυση, η εμφάνισή τους μαρτυρά πως η στεγαστική κρίση και τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τράπεζες και οργανισμούς διαμορφώνουν νέες και ασυνήθιστες πρακτικές, με ιδιαίτερη σημασία ότι οι συναλλαγές δεν γίνονται πλέον μόνο μεταξύ συγγενών ή δυνητικών κληρονόμων, όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, αλλά ολοένα συχνότερα μεταξύ αγνώστων που δεν συνδέονται μεταξύ τους.

Η ελληνική κτηματαγορά δείχνει έτσι, έστω και σε μικρή κλίμακα προς το παρόν, να προσαρμόζεται σε νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, διαμορφώνοντας μια ιδιότυπη ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη των μεγαλύτερων να παραμείνουν στην οικία τους με διασφαλισμένη επικαρπία και στην αγωνία των νεότερων να εξασφαλίσουν μια προσιτή διαδρομή προς την ιδιοκτησία στο μέλλον.