17 Ιουλίου, 2025
Οικονομία

Ανάπτυξη-βιτρίνα: Η Handelsblatt ξεσκεπάζει την ελληνική πραγματικότητα

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια καταγράφεται εντυπωσιακή σε επίπεδο αριθμών, με τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ να υπερβαίνουν τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κυβέρνηση να προβάλλει αισιόδοξες εκτιμήσεις για τη συνέχιση της δυναμικής αυτής. Ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, η εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι λιγότερο ενθαρρυντική από όσο δείχνουν οι επιφανειακοί δείκτες. Η ανάπτυξη της χώρας εμφανίζει σοβαρές υστερήσεις σε θεμελιώδη μεγέθη, όπως η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, η επενδυτική δραστηριότητα και η παραγωγική βάση της οικονομίας.

Παρά την ανάκαμψη μετά την πανδημία και την καταγραφή θετικών ποσοστών ανάπτυξης, οι υποκείμενες τάσεις προκαλούν ανησυχία. Η Handelsblatt επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, ενώ για το σύνολο του έτους προβλέπεται ανάπτυξη 2,3%. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος παραμένει εξαιρετικά υψηλό, με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να ανέρχεται στο 153,6% στο τέλος του 2024, ποσοστό που παραμένει το υψηλότερο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εντοπίζονται είναι το σταθερά χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων. Οι ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας βιώσιμης αναπτυξιακής προοπτικής, ενώ οι προβλέψεις της κυβέρνησης για αύξηση επενδύσεων κατά 14,4% για το 2025 έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω στο 8,4%. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και αυτή η συγκρατημένη εκτίμηση τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση, καθώς τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν μείωση των επενδύσεων κατά 3,2% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο. Το αποτέλεσμα είναι η διατήρηση της Ελλάδας στη χαμηλότερη θέση ως προς τον λόγο επενδύσεων επί του ΑΕΠ, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 14,18% έναντι 21,2% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.

Η Handelsblatt τονίζει ότι η ανάπτυξη της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και στον τουρισμό. Η ιδιωτική κατανάλωση ανήλθε στο 77,9% του ΑΕΠ το περασμένο έτος, σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ που ανέρχεται στο 66,1%. Η υπερεξάρτηση από αυτούς τους τομείς, οι οποίοι είναι ευάλωτοι σε εξωτερικούς κραδασμούς και εποχικές διακυμάνσεις, εντείνει την ανησυχία για τη διατηρησιμότητα της ανάπτυξης.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις συστάσεις της στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καταγράφει σειρά παραγόντων που επιβαρύνουν το επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η υπερβολική ρυθμιστική επιβάρυνση, οι χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης, το υψηλό κόστος ενέργειας, η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, οι ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό και οι ανεπαρκείς υποδομές. Παράλληλα, εντοπίζεται και σημαντική νομική αβεβαιότητα, η οποία λειτουργεί αποθαρρυντικά για τους εγχώριους και ξένους επενδυτές.

Το επενδυτικό έλλειμμα της χώρας έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Κατά την περίοδο 2000–2009, οι επενδύσεις στην Ελλάδα έφταναν το 24% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 22,1%. Ωστόσο, η δημοσιονομική κρίση της δεκαετίας του 2010 οδήγησε σε βαθιά ύφεση και σημαντική πτώση του λόγου επενδύσεων, ο οποίος την περίοδο 2010–2019 κατρακύλησε στο 12,3%. Μόλις το 2022 οι καθαρές επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο επέστρεψαν σε θετικό επίπεδο, γεγονός που καταδεικνύει την καθυστερημένη ανάκαμψη του τομέα αυτού.

Οι περισσότερες επιχειρηματικές επενδύσεις επικεντρώνονται στην αντικατάσταση κεφαλαίου, ενώ μόλις το 22% των επιχειρήσεων επενδύει στην επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων τους. Επιπλέον, η δομή της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα συνιστά μία ακόμη πρόκληση. Το 90% των ελληνικών επιχειρήσεων απασχολεί λιγότερους από πέντε εργαζόμενους, ενώ το 95% απασχολεί λιγότερους από δέκα, εντάσσοντας τη συντριπτική πλειονότητα στις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Κανένα άλλο κράτος–μέλος της ΕΕ δεν καταγράφει τόσο υψηλό ποσοστό πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Η κατακερματισμένη αυτή επιχειρηματική δομή, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα, επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία στην Ελλάδα φθάνει μόλις στο 56,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα στρατηγική βαρύτητα. Αν η κατάσταση δεν αλλάξει μέσω μιας συντονισμένης, πολυεπίπεδης πολιτικής για την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων, τη βελτίωση των υποδομών και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας σε μεγαλύτερη κλίμακα, οι υφιστάμενοι ρυθμοί ανάπτυξης ενδέχεται να αποδειχθούν εφήμεροι και μη βιώσιμοι σε βάθος χρόνου.