Την Πέμπτη 6 Ιουνίου 2025 η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) δημοσιοποίησε τα στοιχεία για τη μεταβολή του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,5%, ωστόσο η ανάλυση των επιμέρους παραγόντων δείχνει ότι η επίδοση αυτή δεν οφείλεται σε ένα διαφοροποιημένο ή ανανεωμένο παραγωγικό πρότυπο, αλλά σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική κατανάλωση και την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης.
Πέντε ημέρες μετά την ανακοίνωση των στοιχείων, ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος επανέλαβε σε συνέδριο με τίτλο «Ελλάδα 2025-2030» τη στρατηγική πρόθεση της κυβέρνησης για έναν «παραγωγικό μετασχηματισμό» της ελληνικής οικονομίας. Ο ίδιος έκανε λόγο για οικοδόμηση μιας οικονομίας που «παράγει, εξάγει, καινοτομεί» και δημιουργεί «προοπτική για τους νέους», ενώ τόνισε την ανάγκη «επείγουσας αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου». Παρόλα αυτά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να βασίζεται σε δομικά χαρακτηριστικά που δύσκολα μπορούν να υποστηρίξουν έναν τέτοιο μετασχηματισμό.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, από τους πέντε βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες του ΑΕΠ (ιδιωτική κατανάλωση, δημόσια κατανάλωση, επενδύσεις, εξαγωγές και εισαγωγές), η μοναδική σταθερά θετική συμβολή προέρχεται από την ιδιωτική κατανάλωση. Οι υπόλοιποι παράγοντες παρουσιάζουν είτε ασταθείς είτε αρνητικές επιδράσεις. Οι επενδύσεις, συγκεκριμένα, σημείωσαν αρνητική μεταβολή (-3,2%) έναντι θετικής μεταβολής 3,7% το πρώτο τρίμηνο του 2024, με αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες. Η θετική μεταβολή των εξαγωγών (2,2%) αντισταθμίζεται πλήρως από τις αυξημένες εισαγωγές (2,4%), μηδενίζοντας την επίδραση του εξωτερικού τομέα στο τελικό αποτέλεσμα.
Αντίστοιχα, η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης, αν και βελτιωμένη, εκτιμάται σε μόλις 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Σε συνδυασμό με την αρνητική επίδραση των επενδύσεων και το μηδενικό καθαρό αποτέλεσμα των εξαγωγών, προκύπτει ότι η μοναδική καθαρή συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ (κατά 1,3 μονάδες) προέρχεται από την ιδιωτική κατανάλωση.
Παρόμοια ήταν και η εικόνα κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, όταν η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων ήταν θετική κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ οι λοιποί παράγοντες είχαν αθροιστική αρνητική συμβολή της τάξης των -3,9 μονάδων.
Η κυριαρχία της ιδιωτικής κατανάλωσης ως βασικού μοχλού ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την αστάθεια των υπολοίπων παραμέτρων, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί αυτή η πορεία ως θεμέλιο ενός νέου, βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου. Η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύει βραχυπρόθεσμα το ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα μέσω του ΦΠΑ, όμως δεν αντιμετωπίζει τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως οι εξωτερικές ανισορροπίες ή η εξάρτηση από μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.

Πώς, όμως, μετά τις παραπάνω αρνητικές επιπτώσεις των βασικών παραγόντων ανάπτυξης (πλην σταθερά της ιδιωτικής κατανάλωσης) μας προέκυψε, πάλι, και το πρώτο τρίμηνο του 2025, μεταβολή του ΑΕΠ κατά 2,5%; Ας είναι καλά η «άγια» εγχώρια ζήτηση, η οποία τροφοδοτεί «γενναία» (κάθε μεταβολή της συνεπάγεται και αντίστοιχη γενναιότερη επίπτωση) το ΑΕΠ μετά το 2021. Είπαμε, για τα προηγούμενα χρόνια ουδείς λόγος!
Και το ερώτημα που προκύπτει, ύστερα από αυτές τις «αναζητήσεις», είναι το εξής: Αλήθεια, η εγχώρια ζήτηση αποτελεί ποιοτικό χαρακτηριστικό και μάλιστα τόσο γενναίο (παρακαλώ ρίξτε ξανά μια ματιά στον παρατιθέμενο πίνακα 2) ενός «νέου παραγωγικού μοντέλου»;
Με λίγα λόγια, η εγχώρια ζήτηση ή η μεταβολή των αποθεμάτων (δαπάνη για αγορά τελικών εγχώριων προϊόντων και υπηρεσιών, έτοιμα προϊόντα, έργα που πραγματοποιούνται, υλικά, προμήθειες) και η ιδιωτική κατανάλωση αποτελούν ένα «νέο παραγωγικό μοντέλο» ή μία «φούσκα», που θα σκάσει με το παραμικρό τσίμπημα, όπως έγινε (πότε τα μαθήματα θα γίνουν μαθήματα;) το 2020 με την υγειονομική και όχι μόνο κρίση, όταν η αρνητική μεταβολή (-2,2%) της εγχώριας ζήτησης, μαζί με την αρνητική μεταβολή της παραγωγικότητας (-7%), παρά τη μείωση του κόστους εργασίας (-5,9), συμπαρέσυρε το ΑΕΠ στα τάρταρα (-8,2%).
Αντιθέτως, μετά το 2020, αν η εγχώρια ζήτηση, δηλαδή η μεταβολή κυρίως των αποθεμάτων ήταν υποτονική ή αρνητική, η μεταβολή του ΑΕΠ θα ήταν … αρνητική, καθώς εκείνη «προικοδότησε» την ανάπτυξη κατά 7,9 ποσοστιαίες, κατά 8,1 ποσοστιαίες μονάδες, κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες και κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες το ΑΕΠ το 2021, το 2022, το 2023 και 2024 αντίστοιχα.
Η επίκληση ενός «νέου παραγωγικού μοντέλου» χωρίς σαφείς αποδείξεις αναδιάρθρωσης και μεταρρυθμίσεων που να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια και την καινοτομία, παραμένει ρητορική. Οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα των επενδύσεων, της έρευνας και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων κρίνονται αναγκαίες, εάν η χώρα επιθυμεί να προσεγγίσει ένα πιο ισορροπημένο και διατηρήσιμο αναπτυξιακό μοντέλο.
Σε αντίθετη περίπτωση, το υφιστάμενο μοντέλο που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση και την κατανάλωση κινδυνεύει να καταρρεύσει με την πρώτη σοβαρή εξωγενή κρίση, όπως συνέβη το 2020, όταν η πτώση της εγχώριας ζήτησης και της παραγωγικότητας προκάλεσε κατακόρυφη συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 8,2%. Η αναζήτηση ενός πραγματικού νέου παραγωγικού προτύπου παραμένει σε εκκρεμότητα – ενδεχομένως κρίσιμη, όσο πλησιάζει το 2030.