Η τραγωδία των Τεμπών λειτούργησε ως ένας καθοριστικός παράγοντας που ανέδειξε μια βαθιά παθολογική κατάσταση του ελληνικού κράτους, η οποία το απειλεί με ανήκεστη βλάβη. Στην ουσία, είναι αμφίβολο αν το ελληνικό κράτος, όπως το γνωρίζουμε από το 1821 μέχρι σήμερα, έχει καταφέρει να εδραιωθεί με σταθερότητα και συνέχεια. Παρά τις περιόδους ηρεμίας, είναι εμφανές ότι η ομαλή λειτουργία του κράτους και των θεσμών του παραμένει μια διαρκής επιδίωξη.
Η απογοήτευση των πολιτών είναι τόσο βαθιά, καθώς όλοι προσδοκούν να δουν το κράτος να λειτουργεί στοιχειωδώς και κανονικά, ότι κάθε φορά που αναλαμβάνει μια νέα κυβέρνηση, αναζωπυρώνεται η ελπίδα. Ωστόσο, αυτή η ελπίδα διαψεύδεται κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο, οδηγώντας την κοινωνία σε μια συνεχώς βαθύτερη απογοήτευση και ενδυναμώνοντας την αίσθηση της ανήκεστης βλάβης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δυστυχώς, δεν δικαίωσε τις προσδοκίες που του είχε επενδύσει η ελληνική κοινωνία μετά την απογοητευτική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα, η χώρα βιώνει μια ιδιότυπη δικτατορία. Δικτατορία δεν είναι μόνο το καθεστώς που περιορίζει την ελευθερία λόγου. Δικτατορία είναι η συγκέντρωση όλων των εξουσιών σε έναν άνθρωπο. Και ο κ. Μητσοτάκης είναι το πρόσωπο που κατέχει την απόλυτη εξουσία στην Ελλάδα.
Ως πρωθυπουργός και πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος, ο κ. Μητσοτάκης έχει τον απόλυτο έλεγχο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του, η οποία, αν και πλειοψηφεί στη Βουλή, δεν αντανακλά τις πραγματικές ανάγκες και τις επιθυμίες της κοινωνίας. Ελέγχει επίσης τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, του οποίου την εκλογή καθορίζει με την ψήφο των βουλευτών του κόμματός του. Οι διορισμοί στην ηγεσία της Δικαιοσύνης γίνονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζουν τη δική του επιρροή, ενώ το δικαστικό σώμα έχει χάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Επιπλέον, η εξάρτηση των ΜΜΕ από κυβερνητικά συμφέροντα έχει μετατρέψει τα μέσα ενημέρωσης σε εργαλεία προπαγάνδας, ενισχύοντας την παντοκρατορία της κυβερνητικής εξουσίας.
Η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου δημοκρατική. Οι ανεξάρτητες αρχές, που θα έπρεπε να λειτουργούν ως ανάχωμα στην κυβερνητική αυθαιρεσία, καταπνίγονται με συνεχείς κυβερνητικές πιέσεις και μπούλινγκ. Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα ενός καθεστώτος που απέχει πολύ από το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης.
Από την άλλη, η αντιπολίτευση είναι διαιρεμένη και ανήμπορη να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις προσπάθειές του, εξακολουθεί να έχει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, ενώ το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τις συνέπειες της δικής του αποδομητικής πορείας και της εσωτερικής διάσπασης. Έτσι, ο πρωθυπουργός, παρά τις περιορισμένες δυνατότητες του, φαίνεται να είναι «αναποφάσιστος», καθώς η αντιπολίτευση δεν παρουσιάζει αξιόπιστο πρόσωπο απέναντί του.
Ο κ. Μητσοτάκης, ως επικεφαλής αυτής της κατάστασης, έχει οδηγήσει τη χώρα στην κορυφή της παγκόσμιας διαφθοράς, έχει επιδεινώσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και έχει αφήσει τον κρατικό μηχανισμό να βυθίζεται σε γραφειοκρατία και διαφθορά. Η Δικαιοσύνη δεν εμπνέει πια εμπιστοσύνη, το στράτευμα αδυνατεί να εκσυγχρονιστεί και να ενισχυθεί, ενώ οι βασικές ανάγκες της χώρας μένουν ανικανοποίητες.
Επιπλέον, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία. Η Ελλάδα έχει βρεθεί σε κόντρα με σημαντικούς διεθνείς δρώντες, όπως η Ρωσία, και ο πρωθυπουργός, αντί να περιοριστεί στην καταγγελία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, επέλεξε να αναλάβει έναν ρόλο πρωταγωνιστή στον πόλεμο, χωρίς να έχει υπολογίσει τις συνέπειες για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Οι πολιτικές του κ. Μητσοτάκη διαφαίνεται ότι θα έχουν μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα, καθώς ο ίδιος συνεχίζει να πορεύεται με ανευθυνότητα και ιδιοτέλεια, αγνοώντας τις πραγματικές δυνατότητες και ανάγκες του κράτους και του λαού.
Οι πρόσφατες δηλώσεις και ενέργειες του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, απέναντι στις εσωτερικές εξελίξεις στην αμερικανική πολιτική σκηνή ξεπερνούν κάθε λογική ισορροπίας που θα περίμενε κανείς από έναν ηγέτη μιας χώρας. Ο κ. Μητσοτάκης αποφάσισε να πάρει ξεκάθαρη θέση στην εσωτερική διαμάχη των ΗΠΑ κατά του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, κάτι που φαινομενικά δεν είχε κανένα συμφέρον για την Ελλάδα, και το αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες για τη χώρα. Με την απόφασή του να εμπλακεί ενεργά σε αυτές τις εξελίξεις, ο κ. Μητσοτάκης δημιούργησε ένα κλίμα έντασης με τις ΗΠΑ, φτάνοντας στο σημείο να επιδιώξει δύο φορές συναντήσεις με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση.
Αξιοσημείωτο είναι πως, μέσα σε αυτό το πλαίσιο της εξωτερικής απομόνωσης, οι σχέσεις της Ελλάδας υπήρξαν επίσης τεταμένες και με τη Γαλλία, με την οποία η χώρα μας έχει υπογράψει Σύμφωνο Αμυντικής Συνεργασίας. Ο λόγος για αυτήν την ένταση ήταν η απόφαση της Γαλλίας να προχωρήσει σε συμφωνία πώλησης πυραύλων Meteor στην Τουρκία. Όταν ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Δένδιας, διαμαρτυρήθηκε επίσημα μέσω της πρεσβείας, έγινε γνωστό από δημοσιεύματα ότι η συμπεριφορά του απέναντι στη Γαλλίδα πρέσβη ήταν μάλλον επιθετική και ελάχιστα διπλωματική, προκαλώντας την αντίδραση της Γαλλίας. Οι Γάλλοι, γνωστοί για την έντονη εθνική τους υπερηφάνεια, θεώρησαν την αντιμετώπιση αυτή προσβλητική και αντέδρασαν αναλόγως, ανταποδίδοντας τη “χάρη” με μια εκδικητική συμπεριφορά.
Η ένταση κλιμακώθηκε και κατά τη διάρκεια της συνάντησης του κ. Μητσοτάκη με τον Γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν. Παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε στο ραντεβού του ακριβώς στην προκαθορισμένη ώρα, ο Μακρόν τον δέχθηκε με καθυστέρηση 28 λεπτών, γεγονός που προφανώς έχει μια συμβολική αξία, παραπέμποντας σε μια εκδίκηση για την άσχημη συμπεριφορά προς τη Γαλλίδα πρέσβη. Αυτή η ανάρμοστη συμπεριφορά δημιουργεί εύλογες απορίες για το επίπεδο της διπλωματικής ευφυΐας των υπευθύνων για την εξωτερική πολιτική της χώρας και αν είναι πραγματικά αυτό το επίπεδο που αρμόζει σε μια χώρα με τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι πώς μπορεί η Ελλάδα να αποφύγει μια ανήκεστη βλάβη σε αυτήν την ασταθή εξωτερική και εσωτερική κατάσταση. Ο Μανώλης Κοττάκης, σε άρθρο του στην “Εστία”, αναφέρεται στην ανάγκη για Προανακριτική Επιτροπή για τις αποφάσεις σχετικά με την αποστολή πολεμοφοδίων στην Ουκρανία, που η Ελλάδα προσέφερε σε μεγάλες ποσότητες. Παρά την ελπίδα ότι τα πολεμοφόδια θα αντικατασταθούν, η πραγματικότητα είναι ότι η αποδυνάμωση της ελληνικής άμυνας φαίνεται να είναι αποτέλεσμα λανθασμένων στρατηγικών επιλογών, χωρίς να έχει υπάρξει εναλλακτική αντικατάσταση. Η απόφαση για την αποστολή αυτών των εφοδίων ελήφθη με την προσδοκία ότι οι ΗΠΑ θα συνδράμουν με νέους εξοπλισμούς, όμως σήμερα οι ΗΠΑ αρνούνται να συναντηθούν με τον κ. Μητσοτάκη και οι Ευρωπαίοι εφοδιάζουν την Τουρκία με σύγχρονα όπλα. Αυτό δημιουργεί εύλογα το ερώτημα: ποιος φέρει την ευθύνη για την αποδυνάμωση της εθνικής μας άμυνας;
Η σημερινή κατάσταση επιτάσσει σοβαρή αυτοκριτική και αναζήτηση ευθυνών. Υπάρχουν θεσμοί που λειτουργούν ώστε να διερευνήσουν αυτές τις κρίσιμες αποφάσεις; Είναι η κυβέρνηση έτοιμη να λογοδοτήσει για τις συνέπειες της πολιτικής της; Αυτά είναι ερωτήματα που απαιτούν άμεσες και υπεύθυνες απαντήσεις, ώστε να αποτραπεί μια ακόμη μεγαλύτερη ζημιά για την Ελλάδα.
Η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία, εφόσον αυτό καταστεί εφικτό, θα απαιτήσει αρκετό χρόνο. Είναι πιθανό ότι η πορεία αυτής της αποκατάστασης θα εξαρτηθεί από τις ενδείξεις που θα στείλει η Μόσχα, και μια τέτοια ένδειξη θα μπορούσε να προκύψει από την αποδοχή ή μη της πρότασης του πρώην πρέσβη Νίκου Κανέλλου, ο οποίος πρότεινε να προσκληθούν οι Ρώσοι πρέσβεις σε όλο τον κόσμο στις εκδηλώσεις για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου. Η Αθήνα, λοιπόν, θα μπορούσε να διαπιστώσει αν η Ρωσία θα ανταποκριθεί θετικά σε αυτήν την πρόσκληση. Υπενθυμίζεται ότι τα προηγούμενα χρόνια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε αποκλείσει τη Ρωσία από τις εορταστικές εκδηλώσεις της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, είχε απορρίψει τις ρωσικές πολιτιστικές εκδηλώσεις και είχε προχωρήσει σε δηλώσεις περί «οικονομικών κυρώσεων που στοχεύουν στη λαϊκή εξέγερση και την ανατροπή του Πούτιν», από τον ίδιο τον Έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών.
Οι άνθρωποι που διαμόρφωναν την εξωτερική πολιτική της χώρας υπό την καθοδήγηση του κ. Μητσοτάκη ήταν υπεύθυνοι για την ακολουθούμενη πορεία, η οποία, όπως φαίνεται, δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στη Ουάσιγκτον, η Ελλάδα του Μητσοτάκη, σύμφωνα με τον Έλληνα μεγαλοεπιχειρηματία Τζων Κατσιματίδη, δεν έχει θέση στο τραπέζι του Τραμπ. Η εμμονή του κ. Μητσοτάκη να διατηρήσει την εξουσία τον οδήγησε σε εξαιρετικά αμφιλεγόμενες αποφάσεις, όπως η πρόσληψη εταιρείας λόμπι για να εξασφαλίσει ραντεβού με τον Αμερικανό πρόεδρο, κάτι που αποδεικνύει την απομόνωση και τη μειωμένη διεθνή επιρροή της χώρας.
Παρά τις αποτυχίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική, η εσωτερική κατάσταση παραμένει τεταμένη. Υπάρχει μια φανατική υποστήριξη από μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που τον στηρίζει απόλυτα, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μια επικίνδυνη κοινωνική πόλωση, η οποία αναμένεται να ενταθεί περαιτέρω, ειδικά με την προγραμματισμένη συγκέντρωση στις 28 Φεβρουαρίου, που συμπίπτει με την επέτειο της τραγωδίας των Τεμπών. Ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται αδύναμος να ανακάμψει, τόσο πολιτικά όσο και προσωπικά. Η εικόνα του έχει φθαρεί σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι πλέον ανεκτός από την πλειονότητα του ελληνικού λαού. Η δυσαρμονία μεταξύ της κυβέρνησης και του εκλογικού σώματος είναι εμφανής, αλλά ποιος θα τη διαπιστώσει, αν όχι ο διορισμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας;
Το πιο σημαντικό είναι ότι η πολιτική του κ. Μητσοτάκη δεν είναι αποδεκτή από καμία από τις μεγάλες δυνάμεις με τις οποίες η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει συνεργασία: ούτε από τη Μόσχα, ούτε από την Ουάσιγκτον, ούτε πλέον από το Παρίσι. Η πιο θετική υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει στον τόπο θα ήταν να αναλάβει την πρωτοβουλία για να ξεκινήσει μια διαδικασία αλλαγής και ανανέωσης στο κόμμα του, προκειμένου να βρεθεί μια εναλλακτική λύση για τη χώρα. Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να γίνει με νηφαλιότητα, χωρίς ακραία μέτρα και κοινωνικές εντάσεις. Η χώρα δεν αντέχει άλλο διχασμό, και μόνο η παρουσία του κ. Μητσοτάκη στην εξουσία συνεχώς διευρύνει αυτόν τον διχασμό.
Όταν ο ελληνικός λαός τον υποδέχθηκε στην εξουσία, το έκανε με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα μεγάλα και δύσκολα ζητήματα που αντιμετώπιζε η χώρα. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί με την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα. Τώρα, είναι καιρός να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αναγνωρίσει ότι το καλύτερο για την Ελλάδα είναι να αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή, δίνοντας τη θέση του σε νέες και ικανές ηγεσίες.