23 Ιουνίου, 2025
Οικονομία

Αλλάζει το καθεστώς απενεργοποίησης ΑΦΜ μετά τη «σφαλιάρα» από το ΣτΕ

Αποσαφηνίζονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις για εφαρμογή του μέτρου

Ραγδαίες αλλαγές επιφέρει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στο καθεστώς απενεργοποίησης ΑΦΜ για φορολογούμενους που εμπλέκονται σε σοβαρές υποθέσεις φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του ισχύοντος νόμου, ανατρέποντας τη δυνατότητα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) να αποφασίζει μονομερώς την απενεργοποίηση ή αναστολή του ΑΦΜ. Σύμφωνα με το σκεπτικό του ΣτΕ, η απενεργοποίηση του ΑΦΜ συνιστά ουσιώδη επέμβαση στην οικονομική ζωή του φορολογούμενου, που πρακτικά ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας – είτε πρόκειται για φυσικό είτε για νομικό πρόσωπο.

Η απόφαση προκαλεί άμεσες διορθωτικές κινήσεις από την κυβέρνηση, η οποία ετοιμάζει νέα ρύθμιση για να ευθυγραμμιστεί με τις συνταγματικές απαιτήσεις. Στο εξής, θα προβλέπεται με σαφήνεια το πλαίσιο, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί το συγκεκριμένο μέτρο. Οι ρυθμίσεις θα καλύπτουν περιπτώσεις φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίου, μη υποβολής δηλώσεων, υποβολής ψευδών στοιχείων, καθώς και αλλοίωσης φορολογικών δεδομένων. Ο στόχος είναι να διασφαλιστεί η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων, να προστατευθούν τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών και να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα της φορολογικής διοίκησης απέναντι σε σοβαρές παραβάσεις.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, την περίοδο 2019 έως 2024, ο φορολογικός μηχανισμός προχώρησε στην αναστολή ή απενεργοποίηση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) για 796 φορολογούμενους, οι οποίοι εμπλέκονται σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις φορολογικών παραβάσεων. Πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συνδέονται με εξαφανισμένους εμπόρους, έκδοση ή λήψη εικονικών τιμολογίων, καθώς και με ενδοκοινοτικές απάτες στον ΦΠΑ, ένα φαινόμενο που απομυζά σημαντικά έσοδα από τα κρατικά ταμεία. Η συγκεκριμένη πρακτική εντάσσεται στο πλαίσιο αυστηρών διοικητικών μέτρων κατά της οργανωμένης φοροδιαφυγής, όμως πλέον μπαίνει σε τροχιά επανεξέτασης μετά την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικό το σχετικό καθεστώς.

Η φορολογική νομοθεσία προβλέπει με σαφήνεια τις περιπτώσεις στις οποίες η φορολογική διοίκηση μπορεί να προχωρήσει σε απενεργοποίηση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) ενός φορολογούμενου. Το μέτρο, που συνιστά σοβαρή διοικητική πράξη με ουσιαστικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα ενός προσώπου, ενεργοποιείται σε επτά σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις. Ειδικότερα:

Απενεργοποίηση ΑΦΜ προβλέπεται όταν ο φορολογούμενος έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή έχει περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας. Επίσης, εφαρμόζεται όταν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που δείχνουν ότι έχει διακόψει την οικονομική του δραστηριότητα. Το μέτρο ενεργοποιείται επίσης όταν προκύπτουν ενδείξεις ότι ο φορολογούμενος εμπλέκεται σε φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο ή νοθεία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.

Σε άλλα σοβαρά περιστατικά περιλαμβάνεται η παρέμβαση ή παραποίηση στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, η υποβολή ψευδών ή ανακριβών στοιχείων κατά την απόκτηση του ΑΦΜ, καθώς και η πολλαπλή εγγραφή στο φορολογικό μητρώο – μια πρακτική που μπορεί να αποσκοπεί στη συγκάλυψη ύποπτων ή παράνομων συναλλαγών.

Οι παραπάνω προβλέψεις τίθενται πλέον στο μικροσκόπιο, καθώς η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας απαιτεί εκ νέου νομοθετική επεξεργασία, με στόχο την πλήρη συνταγματική θωράκιση του μέτρου.