Η εκτίναξη των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης και η διαρκής συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης του πολίτη αποτελούν τη νέα «κανονικότητα» στην ελληνική κοινωνία. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά –και συμβολικά– παραδείγματα είναι η τιμή του παραδοσιακού τυλιχτού σουβλακιού, που σε αρκετές περιοχές έχει φτάσει στα 4 ευρώ, ενώ το καλαμάκι πωλείται ακόμη και προς 2,5 ευρώ. Σε αυτό το περιβάλλον, ακόμη και μια παραγγελία 20 τυλιχτών και 10 καλαμακιών μπορεί να παραπέμπει όχι σε ένα απλό γεύμα, αλλά σε… αποστολή υψηλής αξίας, με τους διανομείς να φαίνεται πως χρειάζονται όχι πια μηχανάκια, αλλά θωρακισμένα οχήματα.
Πίσω από τον εύγλωττο αυτό συμβολισμό, αναδεικνύεται η ευρύτερη αίσθηση ασφυξίας που βιώνει η κοινωνία. Παρά τη γενικευμένη οικονομική δυσκολία, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη ένα δυναμικό κύμα αντίδρασης, γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα για την πολιτική ανοχή απέναντι σε όσους διακηρύσσουν ότι προστατεύουν τους πολίτες, ενώ, στην πράξη, φαίνεται να συντηρούν και να ενισχύουν τις αιτίες της ακρίβειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη δημιουργία «Εθνικής Αρχής κατά της Ακρίβειας», την οποία ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε ως «ισχυρό όπλο» στην προσπάθεια ρύθμισης της αγοράς. Κατά την εισήγησή του στο υπουργικό συμβούλιο της 28ης Μαΐου, τόνισε ότι η νέα Αρχή θα έχει εποπτικό ρόλο και θα λειτουργεί με βάση τα πρότυπα σκανδιναβικών χωρών, φέρνοντας ως παράδειγμα τη Σουηδία.
Ωστόσο, η σύγκριση με τη σκανδιναβική πραγματικότητα μοιάζει μάλλον ειρωνική, δεδομένου ότι οι τιμές στα αγαθά πράγματι αρχίζουν να θυμίζουν βόρεια Ευρώπη, αλλά οι μισθοί, η λειτουργία των θεσμών και η διαφάνεια απέχουν κατά πολύ. Το εγχείρημα της «Αρχής κατά της Ακρίβειας» αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, καθώς αρκετοί το εκλαμβάνουν ως έναν ακόμη διοικητικό μηχανισμό χωρίς πραγματική αποτελεσματικότητα – ή ακόμη χειρότερα, ως χώρο τακτοποίησης προσώπων προσκείμενων στο κυβερνητικό περιβάλλον.
Η ένταση της καθημερινής πίεσης και η αίσθηση εγκατάλειψης του καταναλωτή ενισχύουν το αίτημα για ουσιαστική πολιτική αλλαγή. Το σουβλάκι, ως καταναλωτικό σύμβολο προσβάσιμο κάποτε σε όλους, μετατρέπεται πλέον σε δείκτη του πληθωρισμού και της κοινωνικής απόστασης μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και των πολιτών. Για πολλούς, μόνο αυτή η μεταβολή αρκεί για να συμβολίσει την αποτυχία μιας ολόκληρης κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στο κόστος ζωής.