Στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αγρινίου συνεχίστηκε η πολύκροτη δίκη για τη δολοφονία του 31χρονου Μπάμπη Κούτσικου, με επίκεντρο την απολογία του βασικού κατηγορούμενου, ο οποίος φέρεται να διατηρούσε στενή φιλία με το θύμα. Ο κατηγορούμενος, επαγγελματίας κρεοπώλης, απάντησε στις περισσότερες ερωτήσεις της Έδρας με τη φράση «δεν θυμάμαι, δεν ξέρω, δεν γνωρίζω», προκαλώντας την έντονη επιμονή της Προέδρου και της Εισαγγελέως για περισσότερες διευκρινίσεις.
Κατά την απολογία του, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Μπάμπη, η οποία έγινε μέσω κοινών φίλων που πήγαιναν για κυνήγι. Μίλησε για μια σχέση αδελφικής φιλίας με έναν άνθρωπο «χαμηλών τόνων και φιλότιμο». Αναφορικά με την ημέρα της εξαφάνισης, δήλωσε ότι ο Μπάμπης τον επισκέφθηκε στο κατάστημά του και του ζήτησε να τον μεταφέρει κάπου με το αυτοκίνητό του αργότερα το βράδυ. Όπως ισχυρίστηκε, δεν του αποκάλυψε τον προορισμό τους.
Κατά τη διαδρομή, ο κατηγορούμενος τον ρώτησε αν πήγαιναν για κυνήγι, καθώς ο Μπάμπης είχε μαζί του όπλο, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Αναφερόμενος στην πορεία που ακολούθησαν, ανέφερε ότι τον παρέλαβε από την περιοχή του Αγίου Αθανασίου γύρω στις 20:20 με 20:30 και στη συνέχεια κινήθηκαν χωρίς να σταματήσουν στον κάμπο. Η επιστροφή τους καταγράφηκε από κάμερα στον κόμβο της Ιόνιας.
Ωστόσο, παρουσιάστηκαν αντιφάσεις στις καταθέσεις του κατηγορουμένου σχετικά με την ακριβή διαδρομή και το σημείο αποβίβασης του θύματος. Αρχικά είχε δηλώσει στην αστυνομία ότι άφησε τον Μπάμπη στον κόμβο του ΤΕΙ, ενώ στο Δικαστήριο ανέφερε ότι πρώτα πέρασαν από την Ιόνια, ακολούθως προχώρησαν προς το Μεσολόγγι και τελικά επέστρεψαν στον κόμβο του ΤΕΙ. Όταν ρωτήθηκε για τις επανειλημμένες αναστροφές στην πορεία τους, απάντησε ότι ήθελε να εξυπηρετήσει τον φίλο του και έκανε ό,τι του ζητήθηκε.
Ερωτηθείς για την παρουσία του στον καταυλισμό Ρομά στα λυόμενα, απάντησε ότι σταμάτησε εκεί για να ικανοποιήσει σωματική του ανάγκη, εξηγώντας πως αυτό είναι σύνηθες μεταξύ των κυνηγών. Αργότερα επισκέφθηκε μίνι μάρκετ για να προμηθευτεί χαρτί κουζίνας, καθώς την επόμενη ημέρα θα τον επισκεπτόταν μηχανικός της τράπεζας για εκτίμηση του σπιτιού του.
Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι πέταξε δύο σακούλες σκουπιδιών, οι οποίες –όπως δήλωσε– περιείχαν αποφάγια και απορρίμματα από την καθαριότητα των σκυλιών του. Στις 5 Ιανουαρίου, ταξίδεψε στην Κλεπά για κυνήγι με φίλο του, όπως είχε κανονίσει νωρίτερα, ενώ κατά την παραμονή του στο χωριό ενημερώθηκε για την εξαφάνιση του Μπάμπη. Κατέθεσε πως του τηλεφώνησαν συγγενείς του θύματος, στους οποίους αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι. Απέκρουσε τον ισχυρισμό ότι έκλεισε το τηλέφωνο στη μητέρα του θύματος.
Κατά την εξέτασή του από την Έδρα, παραδέχθηκε ότι γνώριζε τη δυσμενή σχέση του Μπάμπη με τον πατέρα του. Όταν ρωτήθηκε γιατί τον άφησε κοντά στο σπίτι του πατέρα του, απάντησε πως η περιοχή δεν ήταν ερημική και δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος.
Σημαντικό σκέλος της απολογίας αφορούσε οικονομικές συναλλαγές μεταξύ του κατηγορουμένου και του θύματος. Ανέφερε ότι τον Ιούνιο του 2023 δανείστηκε 6.500 ευρώ για αγορά αρνιών, επιστρέφοντας 3.500 ευρώ μετά τον Δεκαπενταύγουστο και άλλες 3.500 ευρώ μαζί με 500 ευρώ επιπλέον ως δώρο. Επίσης, ανέφερε ότι δανείστηκε εκ νέου 1.000 ευρώ για επισκευή του αυτοκινήτου του, τα οποία επέστρεψε λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Το βράδυ της 3ης Ιανουαρίου, είπε ότι μαζί με τον Μπάμπη πήγαν για βόλτα στα Μούσουρα, χωρίς να φέρουν μαζί τους όπλα.
Το Δικαστήριο επέμεινε σε ερωτήσεις για τις κινήσεις του στις 4 Ιανουαρίου, όπου φάνηκε να υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ξέχασε το κινητό του στο σπίτι από τη βιασύνη του, ενώ όταν ερωτήθηκε για τη διαγραφή κλήσεων απάντησε ότι το έκανε για να μην «μπλοκάρει η συσκευή». Σχετικά με το αν ο Μπάμπης είχε μαζί του το δικό του τηλέφωνο, απάντησε πως δεν τον είδε να το χρησιμοποιεί.
Για την ένδυση του θύματος είπε ότι δεν φορούσε ειδικά κυνηγετικά ρούχα και ότι είχε μαζί του μποτάκια, όχι λευκά αθλητικά παπούτσια. Επανέλαβε ότι δεν γνώριζε την περιοχή του κάμπου του Ευηνοχωρίου και δεν πέρασαν από το σημείο όπου αργότερα βρέθηκε δολοφονημένος ο 31χρονος. Η Εισαγγελέας τον ρώτησε πώς γνωρίζει ότι δεν πέρασαν από την περιοχή, αφού δήλωσε άγνοια γι’ αυτήν, με τον ίδιο να απαντά ότι θα είχε αναγνωρίσει την εκκλησία της Ευαγγελίστριας με τα φώτα του αυτοκινήτου.
Όσον αφορά τις μεταβαλλόμενες καταθέσεις του, ανέφερε ότι αρχικά δεν ερωτήθηκε λεπτομερώς από τους αστυνομικούς και περιορίστηκε σε μια γενική αναφορά. Υποστήριξε επίσης ότι δέχθηκε σωματική και ψυχολογική πίεση, γεγονός που τον ώθησε να δηλώσει ότι είχε κάνει χρήση κάνναβης και δεν θυμόταν με σαφήνεια. Αργότερα, όταν του παρουσιάστηκαν τα στοιχεία από κάμερες, ισχυρίστηκε ότι έδωσε αναλυτική κατάθεση.
Τέλος, εξέφρασε άγνοια για την ταυτότητα του δράστη, δηλώνοντας: «Θέλω να βγει η αλήθεια. Ζητώ δικαιοσύνη για τον αδελφό μου τον Μπάμπη». Πρόσθεσε ότι ο Μπάμπης είχε δείξει ενδιαφέρον για χρυσαφικά ή αρχαία και ενδεχομένως να είχε προγραμματίσει συνάντηση σχετική με αυτό το ενδιαφέρον, η οποία κατέληξε μοιραία.
Η διαδικασία θα συνεχιστεί τη Δευτέρα 30 Ιουνίου με την πρόταση της Εισαγγελέως και τις αγορεύσεις των συνηγόρων.