Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, επιχείρησε να παρουσιάσει μια εξωραϊσμένη εικόνα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μιλώντας στους “Διαλόγους της Νισύρου 2025”, εστιάζοντας σε έξι βήματα που, κατά την άποψή του, ενισχύουν τη θέση της Ελλάδας. Ωστόσο, η επιλογή του να υποβαθμίσει τις ανησυχίες για τις τουρκικές προκλήσεις, χαρακτηρίζοντάς τες περίπου ως εθνική υστερία, αποκαλύπτει μια επικίνδυνη αφέλεια ή σκόπιμη υποτίμηση της πραγματικότητας.
Αντί να αναγνωρίσει ουσιαστικά προβλήματα, αναλώθηκε σε θριαμβολογίες περί συμφωνιών που, είτε δεν απέφεραν απτά αποτελέσματα (π.χ. η Chevron ακόμα “ενδιαφέρεται”), είτε δεν έχουν οδηγήσει σε πραγματική αποτροπή των τουρκικών ενεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αναφορά σε “επιτυχίες όλων των Ελλήνων” επιχειρεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι οι όποιες διπλωματικές κινήσεις είναι επικοινωνιακά προσεγμένες αλλά στην πράξη ανεπαρκείς.
Η επίκληση αποφάσεων της Ε.Ε. για την παρανομία του τουρκολιβυκού μνημονίου είναι περισσότερο ρητορική παρά πρακτική στήριξη, αφού η Ε.Ε. αποφεύγει συστηματικά να λάβει ουσιαστικά μέτρα κατά της Τουρκίας. Το ίδιο ισχύει για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, που παραμένει ένα σχέδιο χωρίς επιτόπια εφαρμογή και ελέγχους.
Η κυβέρνηση συνεχίζει να στηρίζεται σε αβέβαιες “βεβαιώσεις” τρίτων χωρών, όπως της Αιγύπτου, αντί να εξασφαλίσει νομικά δεσμευτικές συμφωνίες. Όσο για τις εξοπλιστικές αναφορές, πρόκειται περισσότερο για κινήσεις εντυπωσιασμού χωρίς στρατηγική συνοχή και μακρόπνοο σχεδιασμό.
Όταν ρωτήθηκε για την ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο, ο κ. Χατζηδάκης δεν απάντησε επί της ουσίας, αλλά κατέφυγε σε αόριστους υπαινιγμούς, αφήνοντας κενά και ερωτήματα για το πραγματικό βάθος των πολιτικών επιλογών.
Αναφορικά με τις ευθύνες σε ζητήματα όπως ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ο αντιπρόεδρος επέλεξε την προσφιλή τακτική της μετάθεσης ευθυνών, αποφεύγοντας να αναλάβει τη σημερινή πολιτική ευθύνη. Η παραδοχή ότι “κανείς δεν πρέπει να αισθάνεται περήφανος” για την κατάσταση, περισσότερο αποδυναμώνει τη θέση του παρά προσφέρει διαύγεια.
Τέλος, η αναφορά στα “ευρωπαϊκά κονδύλια” για τα νησιά αποσκοπεί περισσότερο στο να ενισχύσει τη ρητορική περί κυβερνητικής φροντίδας, παρά σε μια ουσιαστική και πολυεπίπεδη πολιτική για την αντιμετώπιση των αναγκών των νησιωτικών περιοχών.
Η συνολική εικόνα που προκύπτει από τις δηλώσεις του κ. Χατζηδάκη είναι μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια εξωραϊσμού, χωρίς όμως σαφές σχέδιο, χωρίς αυτοκριτική, και κυρίως χωρίς απτά, πειστικά αποτελέσματα.

