21 Ιουνίου, 2025
Μη Χάσετε

15 χρόνια μετά το Καστελόριζο, η χώρα ακόμη πληρώνει τις «συνταγές» του ΔΝΤ

Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε από το Καστελόριζο την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ και της ΕΕ. Σήμερα, μιάμιση δεκαετία μετά, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να παλεύει με τις συνέπειες εκείνης της απόφασης, την ίδια ώρα που το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δίνει «εύσημα» στην κυβέρνηση για την «ανάπτυξη» – την ώρα που οι πολίτες ασφυκτιούν.

Η κατάσταση θυμίζει τραγική ειρωνεία. Καθώς ο νέος υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης συμμετείχε στη φετινή Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, χιλιάδες επιχειρήσεις στην Ελλάδα παραμένουν κλειστές, οι μισθοί καθηλωμένοι και οι φορολογικές υποχρεώσεις σε δυσθεώρητα επίπεδα.

Τα «μνημονιακά» μέτρα μπορεί να αποσύρθηκαν τυπικά, αλλά στην πράξη διατηρούνται σχεδόν στο ακέραιο. Οι συντελεστές ΦΠΑ, από το 19% το 2009, έχουν μονιμοποιηθεί στο 24%. Ο ΕΝΦΙΑ, αρχικά έκτακτο μέτρο, είναι πλέον μόνιμος, ενώ η φορολογία εισοδήματος έχει αλλάξει πέντε φορές από το 2010, σχεδόν πάντοτε προς το δυσμενέστερο.

Είναι ενδεικτικό πως το 2010, ένας μισθωτός με εισόδημα 15.000 ευρώ πλήρωνε 540 ευρώ φόρο. Το 2024, με το ίδιο εισόδημα, πληρώνει 2.000 ευρώ. Παράλληλα, τα έσοδα του κράτους από φόρους στην περιουσία αυξήθηκαν από 500 εκατ. ευρώ το 2008 στα 2,4 δισ. ευρώ το 2023.

Τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν αυτή τη μετατόπιση. Οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κ.λπ.) παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (44,37%), ενώ οι άμεσοι φόροι αποδίδουν μόλις το 26,83% των εσόδων – κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 34,12%. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα εξοντωτικό για τους πολίτες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, ιδίως όταν η ακρίβεια έχει πάψει να είναι «εισαγόμενη» και πλέον αποδίδεται σε εγχώριες παθογένειες.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατέχει μια από τις χειρότερες θέσεις διεθνώς στη φορολογική επιβάρυνση για οικογένειες με παιδιά. Το 2024, η επιβάρυνση για έναν εργαζόμενο με δύο παιδιά έφτασε το 37,3% του μέσου μισθού, ενώ για άτεκνους εργαζομένους το 39,3%.

Η χώρα μας κατατάσσεται τέταρτη στον ΟΟΣΑ ως προς την ανισότητα φορολογικής επιβάρυνσης, ακολουθούμενη από χώρες όπως το Μεξικό, η Τουρκία και η Κόστα Ρίκα. Πρόκειται για ένα αρνητικό ρεκόρ που αποτυπώνει με σαφήνεια την αποτυχία δημιουργίας ενός δίκαιου και βιώσιμου φορολογικού συστήματος.

Αν και ορισμένοι δείκτες μακροοικονομίας –όπως η πορεία του ΑΕΠ ή η έξοδος στις αγορές– παρουσιάζουν θετική εικόνα, η πραγματικότητα παραμένει ζοφερή για την πλειονότητα των πολιτών. Το 2024, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας διαμορφώθηκε στα 36,4 δισ. ευρώ – 6,5 δισ. περισσότερα από το 2009, τη χρονιά που η Ελλάδα μπήκε στο Μνημόνιο.

Το γεγονός ότι το εμπορικό ισοζύγιο συνεχίζει να είναι τόσο αρνητικό δείχνει πως η οικονομία παραμένει εξαρτημένη από τις εισαγωγές και ανίκανη να ισχυροποιήσει τον εξαγωγικό της προσανατολισμό. Η εξωστρέφεια της χώρας, παρότι πολυδιαφημισμένη, δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε χειροπιαστά αποτελέσματα.

Το πλέον αποκαρδιωτικό είναι ότι οι αναλυτές –και το ίδιο το οικονομικό επιτελείο– τοποθετούν χρονικά την πλήρη ανάκτηση των επιπέδων του κατά κεφαλήν ΑΕΠ του 2007 στο… 2033. Μέχρι τότε, εκτιμάται ότι θα έχουν αποπληρωθεί πρόωρα και τα δάνεια των Μνημονίων, χάρη στα υπερπλεονάσματα που συγκεντρώνονται επί χρόνια, χωρίς κοινωνική ανταπόδοση.

Με βάση την τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA), ο στόχος είναι το χρέος να μειωθεί στο 100% του ΑΕΠ έως το 2033–2034. Εφόσον υλοποιηθεί, θα πρόκειται για επίτευγμα με μεγάλο τίμημα: υπερφορολόγηση, περικοπές και στασιμότητα σε βασικούς τομείς της καθημερινότητας.

Η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζεται συχνά ως «επιτυχία», ωστόσο για τους περισσότερους πολίτες η καθημερινότητα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από στενότητα, πίεση και επισφάλεια. Η υποτιθέμενη «ανάπτυξη» δεν έχει διαχυθεί στο σύνολο της κοινωνίας. Η περίφημη «έξοδος από τα Μνημόνια» μοιάζει περισσότερο με λογιστικό τέχνασμα παρά με πραγματική απελευθέρωση της χώρας.

Το αφήγημα της ευημερίας καταρρίπτεται καθημερινά στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στα ανεξόφλητα χρέη των νοικοκυριών, στις χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις που κλείνουν αθόρυβα. Και το πιο ανησυχητικό είναι πως, ακόμα κι αν οι αριθμοί ευημερούν στα χαρτιά, η κοινωνία μοιάζει να έχει καθηλωθεί σε μια κρίση… διαρκείας.

Fitch: «Ψήφος εμπιστοσύνης» με επιφυλάξεις για την ελληνική οικονομία

Με ένα προσεκτικά θετικό μήνυμα συνοδεύτηκε η τελευταία έκθεση του αμερικανικού οίκου αξιολόγησης Fitch για την ελληνική οικονομία. Την Παρασκευή, ο οίκος αναβάθμισε τις προοπτικές της χώρας από «σταθερές» σε «θετικές», διατηρώντας όμως αμετάβλητη τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα στο ΒΒΒ-, το κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας και το χαμηλότερο σκαλί της κλίμακας του οίκου.

Η κίνηση αυτή, παρά τη θετική ρητορική, δείχνει επιφυλακτικότητα από πλευράς Fitch, η οποία αφήνει μεν ανοιχτό το ενδεχόμενο πλήρους αναβάθμισης εντός 12 έως 18 μηνών, πλην όμως δεν πείθεται ακόμη για τη βιωσιμότητα του ελληνικού οικονομικού προφίλ.

Η έκθεση της Fitch αναγνωρίζει τη σημαντική υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων για το 2024. Η Ελλάδα κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, όταν ο κυβερνητικός στόχος ήταν στο 1%. Το συνολικό πλεόνασμα του Προϋπολογισμού έφτασε στο 1,3%, από έλλειμμα 1,4% το 2023, στοιχείο που καταγράφεται ως εντυπωσιακή βελτίωση.

Η θετική αυτή εικόνα, κατά τον οίκο, οφείλεται κυρίως:

  • Στη βελτιωμένη εισπραξιμότητα φόρων, χάρη στις ψηφιακές μεταρρυθμίσεις,
  • Στην αυστηρή συγκράτηση των δαπανών,
  • Και στην γενικότερη διαρθρωτική σταθεροποίηση των δημοσιονομικών.

Ωστόσο, η Fitch προειδοποιεί ότι τα δημοσιονομικά πλεονάσματα των επόμενων ετών (2025–2026) θα είναι χαμηλότερα του 1%, αν δεν συνεχιστεί ο αυστηρός έλεγχος.

Παρά το ισχυρό δημοσιονομικό προφίλ, η Fitch επιλέγει να κρατήσει στάση αναμονής. Σύμφωνα με την ανάλυσή της, δύο βασικά ζητήματα «παγώνουν» την περαιτέρω αναβάθμιση:

Το 2026 είναι χρονιά εκλογών, και οι δημοσκοπήσεις δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές για την κυβέρνηση. Ο διεθνής οίκος εκφράζει φόβους για μια πιθανή αλλαγή στάσης – από αυστηρή πειθαρχία σε παροχολογία.

Η Fitch εκτιμά πως η πολιτική πίεση θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποχώρηση του οικονομικού επιτελείου μπροστά στις κοινωνικές αντιδράσεις για την υπερφορολόγηση, την ακρίβεια και τα διαχρονικά ελλείμματα του κοινωνικού κράτους. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πλεόνασμα θα μπορούσε να αποδειχθεί πρόσκαιρο.

Η Fitch επισημαίνει ότι, αν και η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη αύξηση επενδύσεων στην Ε.Ε., παραμένει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον, μεγάλο μέρος αυτής της επενδυτικής δραστηριότητας προέρχεται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο λήγει το 2026.

Αυτό σημαίνει πως η τρέχουσα αύξηση επενδύσεων δεν θεωρείται διατηρήσιμη μακροπρόθεσμα, εκτός εάν υπάρξει ενεργός προσέλκυση ιδιωτικών και ξένων κεφαλαίων – κάτι που, προς το παρόν, παραμένει ζητούμενο.

Η αναβάθμιση των προοπτικών από τη Fitch λειτουργεί ως προειδοποιητική «πίστωση χρόνου». Η Ελλάδα καλείται:

  • Να συνεχίσει τη δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς κοινωνική ασφυξία,
  • Να διασφαλίσει ότι οι επενδύσεις θα διατηρηθούν και μετά το 2026,
  • Και να επιδείξει συνέπεια στην οικονομική διακυβέρνηση ανεξαρτήτως πολιτικών εξελίξεων.

Η εδραίωση της επενδυτικής βαθμίδας και η εμπιστοσύνη των αγορών δεν εξαρτώνται μόνο από αριθμούς. Χρειάζεται και πολιτική σταθερότητα, διαρθρωτική συνέπεια και ένα συνεκτικό αναπτυξιακό όραμα, πέρα από επιμέρους πλεονάσματα.